Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτεξούσιος, επίθ.· εφταξούσιος· ’φτεξούσιος.
-
- 1)
- α) Eλεύθερος, ανεξάρτητος:
- (Eλλην. νόμ. 5417‑8)·
- τους άλλους δε εφταξούσιους άσι το μερτικόν τως (Φαλιέρ., Λόγ. 281)·
- β) που είναι ελεύθερος από πατρική κηδεμονία:
- (Eλλην. νόμ. 58011).
- α) Eλεύθερος, ανεξάρτητος:
- 2) Που αποφασίζει κατά τη δική του κρίση:
- μόνι αυτεξούσιος έλεγες ότι δίκαιον ουκ είχεν (Xρον. Mορ. H 7451).
- Tο ουδ. του επιθ. ως ουσ. = η ελεύθερη βούληση:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 138)·
- της δουλοσύνης ο ζυγός … χαλνά το αυτεξούσιον (Iστ. Bλαχ. 2587).
[μτγν. επίθ. αυτεξούσιος. O τ. εφτα‑ και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτεξούσιος -α -ο [afteksúsios] Ε6 : που μόνος αυτός εξουσιάζει τον εαυτό του, που δεν τον εξουσιάζει άλλος· ελεύθερος, ανεξάρτητος: Είμαι ~ και κάνω ό,τι μου αρέσει. || (ειδικότ., νομ.) που μπορεί να ασκήσει όλα τα πολιτικά και αστικά δικαιώματα.
[λόγ. < ελνστ. αὐτεξούσιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτεξούσιος, -α, -ο [afteksúsios] (L)
- ① one's own master, self-governing, sovereign, autonomous, independent (syn αυτοδύναμος, αυτοκυρίαρχος, αυτόνομος, αυτοτελής):
- ~ κυβερνήτης, λαός |
- αυτεξούσια κυβέρνηση |
- ~ κοινότητα, ενορία |
- ~ προσωπικότητα |
- αυτεξούσιο βασίλειο |
- έθνος αυτεξούσιο δε γενήκαμε κι ίσως δε θα γίνουμε ποτές (Psichari) |
- αισθανόταν πως ήταν στο σπίτι του νοικοκύρης, ~, βασιλιάς (Xenop) |
- ~ είναι ο άνθρωπος κατά τη χριστιανική διδασκαλία (Tatakis) |
- ήμουνα αυτεξούσια κι αποφασισμένη να κάνω του κεφαλιού μου (Tachtsis)
- ⓐ law able and free to exercise one's full legal rights, free of guardianship, not restrained:
- έγινε λοιπόν ~ ο Όθωνας, μονάρχης πια .. και καταργήθηκε η αντιβασιλεία (Petsalis)
- ② self-existing, self-contained, independent (syn αυθύπαρκτος, αυτοδύναμος, αυτόνομος, αυτοτελής):
- τα έργα τέχνης δεν είναι αυτεξούσια· εξαρτώνται άμεσα από την προσληπτικότητα του δέκτη (Thrylos) |
- η πτυχολογία, χειραφετημένη από το σώμα, έχει γίνει μια αυτεξούσια ομορφιά (Karouzos) |
- η λέξη καθεαυτή είναι αυτεξούσιο ον, ουσία με μαγικές ιδιότητες (DPetrop)
[fr kath αυτεξούσιος ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), cpd w. ἐξουσία]
- ① one's own master, self-governing, sovereign, autonomous, independent (syn αυτοδύναμος, αυτοκυρίαρχος, αυτόνομος, αυτοτελής):