Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτενέργεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτενέργεια η [aftenérjia] Ο27 : το να ενεργεί κάποιος από μόνος του, από δική του βούληση ή παρόρμηση, χωρίς να παρακινείται ή να καθοδηγείται από άλλον: Tο σχολείο πρέπει να καλλιεργεί και να αναπτύσσει την τάση του παιδιού για ~. || η ικανότητα για αυτενέργεια.

[λόγ. < μσν. αυτενέργεια < ελνστ. αὐτοενέργεια με αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτενέργεια [aftenéryia] η, (L)
  • ability, quality, or result of behaving in a self-acting or independent manner, self-activity, spontaneous action:
    • αιφνιδιασμένο το τάγμα του Θ. έχασε κάθε ~ κι άρχισε να σκορπίζει (TAthanasiadis) |
    • θα ενθαρρύνουμε την ~ των παιδιών, αλλά δεν θα πάψουνε ν' ασκούμε τον έλεγχό μας (TSakellariou) |
    • παρέχεται νόημα στα δεδομένα, όσα επεξεργάζεται η συνείδηση με τη νοητική της ~ (Georgoulis) |
    • δημιουργεί μια επιβολή και μια χειραγωγία του θεατή και δεν του επιτρέπει μια δική του ~ (Dizikirikis)

[fr kath (Koumanoudis: 1836-1897) αυτενέργεια ← MG (11th c.) & αυτοενέργεια (1816, 1863), cpd w. ευέργεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες