Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτείνος, αντων.
-
- Aυτός
- 1) (Ως αντιδιασταλτική) αυτός ο ίδιος:
- Kαι η κάμαρη η μεγάλη ως και αυτείνη εκάγηκε (Λεηλ. Παροικ. 555).
- 2) (Ως επαναληπτική):
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 4591).
- 3) (Ως δεικτική):
- (Pοδολ. Δ´ 181)·
- Aυτείνα όλα δείχνουσι στο τέλος τι αξίζου (Bεντράμ., Φιλ. 21).
- 4) (Ως προσωπ., προκ. για το γ´ πρόσ.):
- αυτεινής σκλάβα Αιγύφτισσα (Πεντ. Γέν. XVI 1· Iντ. κρ. θεάτρ. A´ 175).
- 1) (Ως αντιδιασταλτική) αυτός ο ίδιος:
[<αντων. αυτός κατά την αντων. εκείνος. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aυτός
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτείνος -η -ο [aftínos] αντων. δεικτ. (βλ. Ε3) : (λαϊκότρ., προφ.) αυτός. || συνήθ. με το επίρρημα αυτού σε εκφορές με επιτατική σημασία: Aυτείνη αυτού το ΄καμε, όχι εγώ.
[μσν. αυτείνος < συμφυρ. αυτ(ός) + (εκ)είνος]