Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυταρχικότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυταρχικότητα η [aftarxikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αυταρχικού: Συμπεριφέρομαι / διοικώ με ~.

[λόγ. αυταρχικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυταρχικότητα [aftar ikόtita] η, (L)
  • authoritarian quality or practice, imperiousness, despotism, bossiness (syn αυταρχισμός 1, near-syn απολυταρχικότητα):
    • κρατική ~ |
    • καταπιέζει την γυναίκα του με ~ |
    • παρουσιάζουν [τον έρωτα] σαν όργανο της θεϊκής αυταρχικότητας (Karagatsis) |
    • ήταν αυταρχική .. και την αυταρχικότητά της ο ποιητής τη ζούσε σαν εκδήλωση αγάπης (Valetas)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυταρχικότης, der of αυταρχικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες