Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυταρχικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυταρχικός -ή -ό [aftarxikós] Ε1 : α.που, επειδή έχει δύναμη, αποφασίζει και ενεργεί χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τη γνώμη των άλλων: ~ χαρακτήρας, δεσποτικός. Aυταρχικό κράτος / πολιτικό καθεστώς. Aυταρχική κυβέρνηση. β. που εκδηλώνεται, γίνεται κτλ. με τον τρόπο του αυταρχικού: Aυταρχική συμπεριφορά / διοίκηση / διακυβέρνηση. αυταρχικά ΕΠIΡΡ με τρόπο αυταρχικό: Συμπεριφέρομαι / διοικώ / πολιτεύομαι ~.

[λόγ. αυταρχ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. autocratique < autocrat(ie) = αυταρχ(ία) -ique = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυταρχικός, -ή, -ό [aftar ikós] (L)
  • authoritarian, imperious, dictatorial, autocratic (near-syn απολυταρχικός, αυθαίρετος 3, δεσποτικός):
    • ~ προϊστάμενος, χαρακτήρας |
    • ~ σοσιαλισμός |
    • αυταρχική γυναίκα |
    • αυταρχική διοίκηση, εξουσία, κυβέρνηση, πολιτική |
    • -ό καθεστώς, κράτος, πολίτευμα |
    • αυταρχικό ύφος |
    • αυταρχική ιδεολογία της αριστεράς |
    • ο παθητικός αυτός ρόλος ήταν αφόρητος για την αυταρχική του ιδιοσυγκρασία (Athanasiadis-N) |
    • δικαιολογεί στη συνείδησή του τις αυταρχικές του ροπές, την τάση του για επιβολή (Dimaras) |
    • διευκολύνεται η αυταρχική εξουσίαση ενός λαού με το ν' αποτρέπεται η προσοχή του από τα δημόσια πράγματα (Peponis)

[fr kath (Koumanoudis) αυταρχικός ← ByzG αυταρχικός, der of K (Dio C.) αὔταρχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες