Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυταρχικά [aftar iká] adv (L)
- in an authoritarian manner, imperiously, dictatorially, high-handedly (near-syn απολυταρχικά, δεσποτικά):
- κυβερνά, φέρεται ~ |
- τον ρώτησε ~ |
- ο βασιλιάς απλώνει σιωπηλά, ~ ωστόσο, το χέρι του να πάρει το σύνταγμα (Petsalis) |
- τα ~ ελεγχόμενα μαζικά μέσα επιδρούν .. ανασταλτικά (Peponis) |
- τον τραβούσε από το μανίκι ο ταβερνιάρης αυταρχικότατα (Karagatsis)
[der of αυταρχικός; cf adv (Koumanoudis: 1850) αυταρχικώς]
- in an authoritarian manner, imperiously, dictatorially, high-handedly (near-syn απολυταρχικά, δεσποτικά):