Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυταρχία η [aftarxía] Ο25 : ανεξέλεγκτη άσκηση εξουσίας, επιβολή δύναμης· αυταρχισμός.
[λόγ. < ελνστ. αὐταρχία `απόλυτη εξουσία΄ σημδ. γαλλ. autocratie < αρχ. αὐτοκρατής `που κυβερνά μόνος του΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυταρχία [aftar ía] η, (L)
- ① absolute sovereignty or independence:
- η αρχή των πιθανοτήτων και της αβεβαιότητας .. εκφράζει την αποτυχία της αιτιοκρατίας και σημαίνει μιαν ~ στο χαρακτήρα του ίδιου του ατόμου (Kanellop)
- ② polit autocratic or authoritarian rule, autarky, autocracy (near-syn απολυταρχία a, δεσποτισμός):
- πόλεμος στις δεισιδαιμονίες και προλήψεις, την ~ και την πίεση των πολλών πάνω στους λίγους (Theodoridis) |
- είναι η Σοβιετική Ένωση στην σταλινική περίοδο της απόλυτης αυταρχίας (Sachinis)
[fr kath αυταρχία ← LK (Dio C.), der of K αὔταρχος (IG Rom. 4.1612; Manasses; adj, Dio C.)]
- ① absolute sovereignty or independence: