Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυταρέσκεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυταρέσκεια η [aftaréskia] Ο27 : η ιδιότητα και η συμπεριφορά του αυτάρεσκου, το να ευχαριστιέται κάποιος θαυμάζοντας τον εαυτό του· αυτοθαυμασμός, ναρκισσισμός: Παθολογική / εξοργιστική ~. Mιλούσε χαϊδεύοντας με ~ τα μαλλιά της.

[λόγ. < ελνστ. αὐταρέσκεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυταρέσκεια [aftaréscia] η, (L)
  • self-satisfaction, self-complacency, self-conceit, smugness, vanity (near-syn αυτοθαυμασμός, ματαιοδοξία, φιλαρέσκεια):
    • αφελής, πνευματική, πονηρή, σαρκαστική ~ |
    • χαμόγελο αυταρέσκειας |
    • καμαρώνει με ~ |
    • μια γυναίκα με απαιτήσεις είναι επικίνδυνη για την αντρική ~ |
    • επιδεικνύει με πολλή ~ τις αρχαιολογικές του γνώσεις (Athanasiadis-N) |
    • ομολογεί με ~ τα δικά του προτερήματα (Delmouzos) |
    • ξέθαψε, όπως μου 'λεγε ο ίδιος με δικαιολογημένη ~, ολόκληρους αιώνες αθηναϊκής ιστορίας (Charis) |
    • κοίταζε τον εαυτό του στον καθρέφτη με ~ (Karagatsis) [fr kath αυταρέσκεια ← PatrG, LK (Symmachus

[2nd-3rd c. AD], Eccles. 6.9), cpd w. ἀρέσκεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες