Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυταπόδεικτος -η -ο [aftapóδiktos] Ε5 : που από τη φύση του και το περιεχόμενό του αποδεικνύεται με τρόπο εύκολο και απόλυτα πειστικό χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί κανείς πρόσθετα στοιχεία· ευκολοαπόδειχτος, αυτονόητος.
[λόγ. < ελνστ. αὐταπόδεικτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυταπόδεικτος, -η, -ο [aftapό∂iktos] (L) (& D αυταπόδειχτος)
- :
- αυταπόδεικτη αλήθεια, έννοια |
- αυταπόδεικτο αξίωμα |
- δεν υπάρχουν αυταπόδεικτες καταγγελίες |
- αποτέλεσε αυταπόδεικτο λάθος η απαγόρευση, που έκοψε τους βουλευτές από τη μυστική ψηφοφορία |
- ξεκίνησα από μια προϋπόθεση, που την ύπαρξή της τη θεωρώ αυταπόδεικτη (Kanellop) |
- οι κατάφωρες παραβιάσεις των συμβατικών τους υποχρεώσεων .. ήταν ασυγκάλυπτες κι αυταπόδεικτες (Christidis) |
- ένας κανόνας σκληρός .., που έμοιαζε αυταπόδειχτος και δεν είχε καν ανάγκη από ερμηνεία (Theotokas)
[fr kath αυταπόδεικτος ← PatrG (Didymus, +398), cpd w. ἀποδεικτός]