Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυταπατώμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυταπατώμαι [aftapatóme] Ρ11 : εξαπατώ τον εαυτό μου, έχω αυταπάτες· απατώμαι, γελιέμαι.

[λόγ. αυταπάτ(η) -ώμαι κατά το σχ.: απάτη - απατώμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυταπατώμαι [aftapatόme] (& αυτοαπατώμαι) αυταπατάται, aor subj αυταπατηθώ, (L)
  • deceive or delude o.s.:
    • αυταπατάται η γυναίκα, αν νομίζει ότι θα κατακτήσει την αυτονομία της με το γάμο |
    • από ιδιοσυγκρασία βρίσκουν εύκολα το μακάριο τρόπο ν' αυταπατώνται (Papanoutsos) |
    • ας μην αυταπατώμαστε, κανένας συνεργάτης .. δεν παρασέρνει μαζί του, εάν αλλάξει εφημερίδα, τους αναγνώστες του (Thrylos) |
    • θα συμβιβαστούμε, θα αυτοαπατηθούμε, θα απομακρύνομε από τη συνείδησή μας την πραγματικότητα (id.)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυταπατώμαι, cpd w. απατώμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες