Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυταπάτη η [aftapáti] Ο30 : η πλάνη να πιστεύουμε ως πραγματικό ή δυνατό κτ. που μόνο ως σφοδρή επιθυμία μας υπάρχει· ψευδαίσθηση: Έχει / τρέφει τραγικές και επικίνδυνες αυταπάτες.
[λόγ. αυτ(ο)- + απάτη μτφρδ. αγγλ. self-deception]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυταπάτη [aftapáti] η, (L)
- self-deception, self-delusion (syn ψευδαίσθηση):
- ευχάριστη, καταστρεπτική, ομαδική, ρομαντική, τέλεια ~ |
- έχει (or τρέφει) αυταπάτες he deludes himself |
- αφήνεται, παραδίνεται στην ~ |
- δεν έχουν αυταπάτες πάνω στο αν οι εκλογές θα λύσουν τα προβλήματα της χώρας |
- διατηρούν .. την ~ μιας καταγωγής, που βαστά από την παλιά αριστοκρατία της Γαλλίας (Theotokas) |
- είχαν δει πόσο θανάσιμη είναι η ~ της φιλίας των μεγάλων (Ploritis) |
- είχε πιστέψει .. και στην ποιητική του ιδιοφυΐα, που ήταν μια ~ (Chatzinis) |
- ας μη ζούμε με την ~ ότι .. οι αγορανομικές διατάξεις .. προστατεύουν το αγοραστικό κοινό (PSolomos)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυταπάτη (1885 +), cpd of αυτή απάτη '(the) very deception (or delusion)']
- self-deception, self-delusion (syn ψευδαίσθηση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυταπατημένος, -η, -ο [aftapatiménos] (L)
- having deceived or deluded o.s., self-deluded
[ppp of αυταπατώμαι]