Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυταπάρνηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυταπάρνηση η [aftapárnisi] Ο33 : το να ενεργεί κάποιος χωρίς να υπολογίζει τον εαυτό του, θυσιάζοντας τις προσωπικές του φιλοδοξίες και τα συμφέροντά του, για κπ. υψηλό σκοπό ή για το καλό άλλων· αλτρουισμός, αυτοθυσία: Yπηρέτησε με παραδειγματική ~ την υπόθεση της ειρήνης. || τίμια εκτέλεση του καθήκοντος· ανιδιοτέλεια.

[λόγ. αυτ(ο)- + απαρνη- (απαρνούμαι) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. self-denial, self-abnegation]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυταπάρνηση [aftapárnisi] η, gen αυταπάρνησης & αυταπαρνήσεως, (L)
  • self-denial, self-abnegation, self-renunciation, unselfishness (near-syn αλτρουισμός, ανιδιοτέλεια, αυτοθυσία):
    • απαράμιλλη, καταπληκτική, μαρτυρική, χριστιανική ~ |
    • ιδανικό, πνεύμα αυταπάρνησης |
    • υπόδειγμα ζωής αυταπαρνήσεως |
    • βόηθα με .. ν' ακολουθώ .. το μονοπάτι της αυταπάρνησης και του πόνου (Kazantz) |
    • ποια φυσική ανάγκη και ροπή εξυπηρετεί η αγάπη, που φθάνει ως την ~; (Kanellop) |
    • απαιτούσε απ' τους κομμουνιστάς ~ και σιδερένια πειθαρχία (Tachtsis) |
    • ο ενθουσιασμός και η αυταπάρνησή τους στις στερήσεις υπερβαίνει κάθε όριο (ChZalokostas)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυταπάρνησις, cpd w. απάρνησις; cf αυταπαρνησία (Koumanoudis: 1856-1893)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες