Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτανάφλεξη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτανάφλεξη η [aftanáfleksi] Ο33 : αυτόματη ανάφλεξη, απότομη ύψω ση της θερμοκρασίας ενός υλικού και καύση του χωρίς πυροδότηση.

[λόγ. αυτ(ο)- + ανάφλεξις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. autoignition (auto- = αυτο-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτανάφλεξη [aftanáfleksi] η, (L) (& αυτοανάφλεξη)
:
  • άλλες φωτιές εκδηλώνονται από αυτοανάφλεξη των πεύκων και άλλες από πυρομανείς

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτανάφλεξις, cpd w. ανάφλεξις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες