Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτάρκης -ης -ες [aftárkis] Ε11α : που με τις δικές του μόνο δυνάμεις, χωρίς τη συνδρομή άλλου, μπορεί να έχει όσα του είναι αναγκαία: ~ χώρα / οικονομία, που παράγει όσα είναι αναγκαία για τη διατροφή του πληθυσμού της, οικονομικά ανεξάρτητος. H χώρα μας είναι ~ σε σιτηρά. ~ βιομηχανία, που μπορεί μόνη της να αναπτυχθεί. || που αρκείται σε όσα έχει· ολιγαρκής, λιτοδίαιτος.
[λόγ. < αρχ. αὐτάρκης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτάρκης, -ης, -ες [aftárcis] (L)
- self-sufficient, self-contained, autarkic (syn αύταρκος):
- ~ λόγος |
- ~ βιομηχανία, οικονομία, χώρα |
- αύταρκες κείμενο, σώμα |
- οικονομικά, πολιτικά ~ |
- στην έρημο μαθαίνεις να 'σαι ~, να μην περιμένεις βοήθεια από κανένα (Kazantz) |
- η γλώσσα είχε θεωρηθεί σαν ένας κόσμος ~, κλειστός μέσα στην ίδια του την αλήθεια (Chatzinis) |
- σ' εκείνη την ηλικία .. οι άνθρωποι .. παύουν να είναι αυτάρκεις κι έχουν ανάγκη από συντροφιά (KPapa) |
- η κακία [παρουσιάζεται] ωμή και αυταρκέστατη στο πρόσωπο του Iάγου (Kanellop) |
- poem δέντρο αύταρκες, τραχύκορμο κι αυτόνομο (Papatsonis)
[fr kath αυτάρκης ← K (also pap), AG (Aeschyl. +), cpd w. ἀρκῶ (-έω); cf adv αὐτάρκως]
- self-sufficient, self-contained, autarkic (syn αύταρκος):