Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτάρκεια η [aftárkia] Ο27 : η ιδιότητα του αυτάρκους, το να μπορεί κανείς να καλύπτει τις ανάγκες του με τις δικές του δυνάμεις: Έχω ~. Οικονομική ~. Έχω οικονομική ~, είμαι οικονομικά αυτάρκης. || το να αρκείται κάποιος σε όσα έχει.
[λόγ. < αρχ. αὐτάρκεια]
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτάρκεια η.
-
- 1) Tα απαραίτητα τρόφιμα:
- από της υστερήσεως των αυταρκειών παρεδόθη (Δούκ. 26130).
- 2) Eπάρκεια:
- βλέπουν τα φορτώματα … πάντα εν αυταρκείᾳ (Παϊσ., Iστ. Σινά 269).
[αρχ. ουσ. αυτάρκεια. H λ. και σήμ.]
- 1) Tα απαραίτητα τρόφιμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτάρκεια [aftárcia] η, (L)
- self-sufficiency, independence, autarky (syn αυτεπάρκεια):
- οικονομική, πολιτική ~ |
- ~ σε αλιευτικά προϊόντα |
- ~ σε υγρά καύσιμα |
- η τωρινή ομιλουμένη γλώσσα δεν έχει ενότητα και ~ |
- κατάφερε να φτάσει τα όρια μιας κάποιας γεωργικής αυτάρκειας (Karantonis) |
- τα πρόβατα .. συνηθισμένα στην ~ κάτι θα εύρουν να τσιμπήσουν (Floros) |
- οι καθαρά ελληνικές δυνάμεις μάς εξασφαλίζουν απόλυτη πνευματική και καλλιτεχνική ~ (Charis) |
- ο Eπίκουρος .. είχε στηρίξει το φιλοσοφικό του σύστημα στην ~ και στην αταραξία (Saratsis)
[fr kath αυτάρκεια ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG, der of AG (Aeschyl. +) αὐτάρκης]
- self-sufficiency, independence, autarky (syn αυτεπάρκεια):