Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυστραλοπίθηκος ο [afstralopíθikos] Ο20α : (παλαιοντ.) γένος της οικογένειας των ανθρωπιδών που θεωρείται στενά συγγενές προς τον άνθρωπο.
[λόγ. < νλατ. Australopithecus < Austral(is δες στο αυστραλιακός) -ο- + -pithecus < αρχ. πίθηκος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυστραλοπίθηκος [afstralopíθikos] ο, (L) anthrop Australopithecus
- :
- αυστραλοπίθηκοι, σινάνθρωποι, παλαιάνθρωποι βρέθηκαν στα διάφορα μέρη του κόσμου (Evelpidis) |
- υποστηρίζει ότι οι αυστραλοπίθηκοι της νότιας Aφρικής είχαν οστεοδοντοκερατικό πολιτισμό (Poulianos)
[fr kath (neol) αυστραλοπίθηκος ← ISV australopithecus, cpd of Lat australis 'southern' & pithecus 'ape']