Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυστραλέζικος -η -ο [afstralézikos] Ε5 : (οικ.) αυστραλιανός: Aυστραλέζικη πόλη. Aυστραλέζικη προφορά της αγγλικής.
[Aυστραλ(ία) -έζικος κατά το -έζ(ος) -ικος (σύγκρ. δανέζικος)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυστραλέζικος, -η, -ο [afstralézikos] (L)
- of or pertaining to Australia or Australians, Australian (syn αυστραλιακός, αυστραλιανός2):
- αυστραλέζικο πλοίο, φορτηγό
[der of Aυστραλέζος w. suff -ικος]
- of or pertaining to Australia or Australians, Australian (syn αυστραλιακός, αυστραλιανός2):