Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυστηρώς [afstirós] adv (L)
- ① strictly, rigorously, rigidly, absolutely (syn αυστηρά 1):
- το κάπνισμα απαγορεύεται ~ |
- η ημερομηνία θα τηρηθεί ~ |
- θα ακολουθήσουν μια σαφώς και ~ προδιαγεγραμμένη πορεία (Theodoridis) |
- άνοιξε το δρόμο προς τον ~ λογικό τρόπο τού σκέπτεσθαι (Theodorakop)
- ② strictly, solely, only (near-syn αποκλειστικά, μόνο):
- το καλύτερο που έχει να κάμει κανείς είναι να στηριχτεί απάνω σε ~ τούρκικα ντοκουμέντα (Athanasiadis-N) |
- είχαμε να μιλήσομε για μια υπόθεση ~ οικογενειακή (Charitaki)
[fr kath αυστηρώς ← K (3rd c. BC), der of αὐστηρός]
- ① strictly, rigorously, rigidly, absolutely (syn αυστηρά 1):