Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυστηρός, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για κρασί) στυφός:
- (Σταφ., Iατροσ. 5119).
- 2) Σκληρός, άγριος:
- (Θρ. αλ. 18), (Γλυκά, Στ. B´ 52).
[αρχ. επίθ. αυστηρός. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για κρασί) στυφός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυστηρός -ή -ό [afstirós] Ε1 : α.(για πρόσ. και για στάση, συμπεριφορά προσώπου) που δε δείχνει επιείκεια, κατανόηση, ανεκτικότητα ή διάθεση να παραβλέψει ή να συγχωρέσει ένα σφάλμα: ~ πατέρας / δάσκαλος / κριτής / δικαστής. Aυστηρή τιμωρία / συμπεριφορά / στάση. Aυστηρό σχολείο. β. (για ό,τι ορίζει έναν τρόπο συμπεριφοράς, μια ενέργεια κτλ.) που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για παρέκκλιση: ~ νόμος. Aυστηρά μέτρα. Aυστηρές αρχές. Aυστηρά ήθη. Aυστηρή διαταγή. Aυστηρή δίαιτα. Aυστηρή απομόνωση. || σύμφωνος με αυστηρά ήθη: ~ βίος. γ. που είναι πολύ ακριβής: Aυστηρή εφαρμογή του νόμου / επιστημονική ανάλυση. Σχολαστική και αυστηρή ερμηνεία. δ. χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα για στόλισμα, χωρίς διάκοσμο που θα μπορούσε να θεωρηθεί περιττός· πολύ απλός, ανεπιτήδευτος. ANT επιτηδευμένος: Οι αυστηρές γραμμές ενός αρχαίου δωρικού ναού. Λιτό και αυστηρό ύφος.
αυστηρά & (λόγ.) αυστηρώς ΕΠIΡΡ α. με τρόπο αυστηρό: Kρίνω / βαθμολογώ / τιμωρώ ~. Εφαρμόζω ~ το νόμο. β. (ως επιτατικό επιθέτου): ~ προσωπική υπόθεση, απόλυτα. Aυστηρώς ακατάλληλο έργο. [λόγ. < αρχ. αὐστηρός `σκληρός, ηθικά απαιτητικός΄ & σημδ. γαλλ. strict, sévère· λόγ. < αρχ. αὐστηρῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυστηρός, -ή, -ό [afstirós]
- ① stern, serious, solemn (syn σοβαρός):
- πετούσε ένα λόγο χαρωπό στο ακροατήριο .., γύριζε αμέσως στον αυστηρό του τόνο (Venezis) |
- η γιαγιά .. είχε πρόσωπο αυστηρό, μα και πολύ λυπημένο (Charis) |
- καθόταν ώρες ~ κι έπαιζε χαρτιά (Evelpidis)
- ⓐ censorious, critical, stern (near-syn επικριτικός):
- αυστηρή κοινωνία |
- ο ανακριτής .. τον ερώτησε με αυστηρή φωνή (Karkavitsas) |
- η P. του 'ριξε αυστηρή ματιά (Karagatsis) |
- η αγάπη της πατρίδας .. κάνει το δάσκαλο να στέκει ~ μπροστά στο νέο (Kakridis)
- ⓑ strict, severe, harsh, hard (near-syn σκληρός):
- αυστηρή κριτική |
- αυστηρές εξετάσεις |
- λαβαίνει αυστηρά μέτρα πειθαρχίας |
- επιβάλλονται αυστηρές κυρώσεις |
- ο Kαραϊσκάκης ήταν ο αυστηρότερος στρατηγός (Vlachogiannis) |
- η λογοκρισία αναγκάστηκε να γίνει αυστηρότερη (Louros)
- ② permitting no evasion or deviation, closely maintained or adhered to, strict, stringent (syn άτεγκτος 2):
- ~ έλεγχος, κανονισμός, όρκος |
- αυστηρή διαδικασία, ιεραρχία, προσοχή, υποχρέωση |
- αυστηρή εφαρμογή του νόμου |
- πολιτική αυστηρής λιτότητας |
- έδωσε αυστηρή διαταγή να μη περάσει κανείς (Sardelis) |
- ο κόσμος έμοιαζε να είχε αυστηρή τάξη (Angeloglou) |
- κρύβεται σ' ένα μοναστήρι καλογριών, που υπακούν σε αυστηρότατους κανόνες (Thrylos)
- ⓒ conforming strictly to tradition, old-fashioned, restrictive, strict:
- αυστηρή ηθική |
- γυναίκα με αυστηρές αρχές |
- είναι ~ σε ζητήματα τιμής |
- η οικογενειακή ζωή ήταν αυστηρή κι ο άντρας ήταν ο κύριος της γυναίκας και των παιδιών του (Evelpidis) |
- σ' ένα κρητικό χωριό με αυστηρότατα ήθη δεν του ήταν .. επιτρεπτό να μένει μόνος με τη μνηστή του (Sachinis) |
- έχουμε κείμενα με αυστηρότατη καθαρεύουσα, που και σήμερα .. διαβάζεται χωρίς δυσκολία (Charis)
- ③ strict, absolute, thorough, total (near-syn απόλυτος 2c, πλήρης):
- αυστηρή ενότητα, πειθαρχία, προσήλωση, συμμετρία |
- αυστηρή απομόνωση solitary confinement |
- οι πληροφορίες παραμένουν σε αυστηρή εχεμύθεια |
- ο απόλυτος ματεριαλισμός με την αυστηρή του αιτιοκρατία είναι υπόθεση .. που δεν μπορεί .. ποτέ να επαληθευτεί (Lambridi) |
- μήπως δίπλα .. στον αυστηρό ντετερμινισμό υπάρχει θέση για κάποιαν άλλη μορφή αιτιολογίας; (Evelpidis)
- ⓓ rigorous, severe, strict, demanding (near-syn απαιτητικός 2):
- ~ ορισμός |
- αυστηρή δίαιτα, εγκράτεια |
- αυστηρό πρόγραμμα |
- ο τρόπος αυτός .. δεν ικανοποιεί την αυστηρή στις απαιτήσεις της σκέψη (Papanoutsos) |
- η άρτια αυτή έκδοση έχει γίνει με τα πιο αυστηρά φιλολογικά κριτήρια (Dragona-M) |
- ο Λασκαράτος .. είναι ο αυστηρότερος κριτής του έργου του (Melas)
- ④ lacking embellishment, austere, sparse, simple (near-syn απλός2 3b, ασκητικός 3, λιτός):
- ~ τοίχος |
- αυστηρή ζωή, ομορφιά, στιχουργική |
- αυστηρό γραφείο |
- τα νταούλια κι οι γκάιντες αρχίζουν να παίζουν τους αυστηρούς χορούς του τόπου (Venezis) |
- το τοπίο δείχνει τις αυστηρές γραμμές και την αιώνια αταραξία του (ChZalokostas)
- ⓔ AG arche. ~ ρυθμός early classical art, austere style:
- αυστηρό ρυθμό ονομάζομε τα πρώτα τριάντα περίπου χρόνια της κλασικής τέχνης (Karouzos) |
- όμορφο έργο αυστηρού ρυθμού γύρω στα 480-470 π.X. (DLazaridis)
[fr postmed, MG αυστηρός ← K (also pap), AG]
- ① stern, serious, solemn (syn σοβαρός):