Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυστηρά [afstirá] adv
- ① sternly, strictly, harshly (near-syn βαριά τραχιά σκληρά):
- κοιτάζει, μιλάει ~ |
- ο παππούς παράγγειλε ~ να μη φτάξει τίποτα απ' τα νέα ίσαμε τ' αφτιά της γυναίκας του (Venezis) |
- τα παιδιά κρίνουν πολύ ~ τους μεγάλους (KPapa) |
- ο άνθρωπος της εξουσίας .. του έγνεψε ~ (ASchinas) |
- τιμωρήθηκαν αυστηρότατα όσοι έκαναν ρουσφέτια (EKazantz)
- ② strictly, rigorously, rigidly (syn απόλυτα 3b, άτεγκτα, αυστηρώς 1):
- ~ καθορισμένοι κανόνες |
- ~ μεθοδική εργασία |
- ο χαρακτήρας του ελληνικού χορού διαφυλάσσεται ~ |
- ο κανόνας αυτός .. εφαρμόζεται ~ (Karagatsis) |
- οι Γερμανοί ακολούθησαν ~ επιστημονικό ύφος (Evelpidis) |
- πριν από λίγο καιρό τα θεατρικά είδη ήταν αυστηρότερα χωρισμένα (Athanasiadis-N) |
- απαγορεύεται αυστηρότατα στους επιβάτες να παίρνουν φωτογραφίες (Kazantz)
[der of αυστηρός]
- ① sternly, strictly, harshly (near-syn βαριά τραχιά σκληρά):