Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυρινός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αυρινός, επίθ.
  • 1) Aυριανός:
    • την αυρινήν ημέραν (Σαχλ. B´ PM 586).
  • 2) Που ανήκει στο μέλλον, μελλοντικός:
    • (Πεντ. Γέν. XXX 33).

[<επίρρ. αύριο + κατάλ. ινός. H λ. τον 11. αι. (LBG· βλ. και DGE) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυρινός -ή -ό [avrinós] Ε1 : (λογοτ.) αυριανός.

[μσν. αυρινός < αύρ(ιο) -ινός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυρινός, -ή, -ό [avrinós]
  • ① = αυριανός 1:
    • poem θε μου, ξημέρωσέ τηνε την αυρινή τη μέρα (Valaor)
  • ② substantiv. f tomorrow (syn in αυριανή):
    • καληνύχτα, καλή αυρινή!

[fr postmed, MG (also CGL) αυρινός, der of αύριον w. suff -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες