Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυριανός -ή -ό [avrianós] Ε1 : α.που θα υπάρχει ή θα γίνει αύριο. ANT σημερινός, χθεσινός: Θα αποφασίσουμε στην αυριανή συνεδρίαση. β. που θα υπάρξει ή θα γίνει στο (κοντινό) μέλλον: Tα σημερινά μ΄ ενδιαφέρουν, τ΄ αυριανά ποιος ζει ποιος πεθαίνει.
[αύρι(ο) -ανός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυριανός, -ή, -ό [avrianós]
- ① οf the following day, of tomorrow (syn αυρινός):
- αυριανή εφημερίδα |
- αυριανή ημέρα (syn η αυριανή) |
- prov κάλλιο το σημερινό αβγό παρά την αυριανή κότα a bird in the hand is worth two in the bush (syn κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι) |
- το βράδυ το αυριανό στοχάστηκα πως ταίριαζε να καθίσω μπρος στα βιβλία μου (Palam) |
- όταν τελείωνε η μελέτη των αυριανών μαθημάτων, ανεβαίναμε .. στην κουζίνα (Petsalis) |
- τους εθύμισε άλλη μια φορά το αυριανό γεύμα στο σπίτι του (Kokkinos) |
- προσπαθούν ν' ανεβάσουν τα κανόνια τους ως την κορυφή για τις αυριανές επιχειρήσεις (ChZalokostas)
- ② of or pertaining to the future (syn μελλοντικός):
- ~ ιστορικός |
- ~ κόσμος |
- αυριανή εποχή, κοινωνία |
- ο Mιχαήλ Άγγελος .. είναι ~ ακόμα και σχετικά μ' εμάς (Kanellop) |
- αυτό που ισχύει σήμερα ως απόλυτο είναι προορισμένο να γίνει η αυριανή ιστορική σχετικότητα (Lambridi) |
- άσκημα ξεμπερδέματα θα έχει μ' αυτήν την υπόθεση ο ~ κόσμος (Theotokas) |
- όλοι μας πρέπει να δουλεύουμε .. μα ιδιαίτερα ο σπουδαστικός μας κόσμος, η αυριανή μας ελπίδα (Dimaras) |
- poem φυτεύεις τους σπόρους των αυριανών δέντρων κλ (Kotsiras)
[fr postmed (Somavera) αυριανός, der of αύριον w. suff -ανός]
- ① οf the following day, of tomorrow (syn αυρινός):