Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυξομείωση η [afksomíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυξομειώνω· αύξηση και μείωση: H βελόνα του φωτόμετρου μετακινείται σε κάθε ~ του φωτός.
[λόγ. < ελνστ. αὐξομείω(σις) (για τις φάσεις της σελήνης) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυξομείωση [afksomíosi] η, (L)
- increase and/or decrease, fluctuation, variation (syn ανεβοκατέβασμα 3, near-syn L διακύμανση, ταλάντευση):
- ~ της θερμοκρασίας, του πληθυσμού, του πυρετού, των τιμών |
- μπαίνει τάξη και ιεραρχία εσωτερική με την ~ της διάρκειας και του τονισμού των ηχητικών αξιών (Papanoutsos) |
- είναι χαρακτηριστική η ποικιλία που δίνεται με την ~ του όγκου των πτυχών (Despinis) |
- ο ίδιος ρυθμός συνεχίζεται με ασήμαντες αυξομειώσεις (Thrylos) |
- είχανε κι αυτές οι παλάντζες το ελάττωμα να μην έχουν αντιστάσεις, να μην παίρνει από ~ το φως τους (Melas)
[fr kath αυξομείωσις ← K, der of K αὐξομειῶ]
- increase and/or decrease, fluctuation, variation (syn ανεβοκατέβασμα 3, near-syn L διακύμανση, ταλάντευση):