Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυξητικός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αυξητικός, επίθ.
  • Που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει:
    • (Mάρκ., Bουλκ. 34718).

[αρχ. επίθ. αυξητικός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυξητικός -ή -ό [afksitikós] Ε1 : που προκαλεί ή που συμβάλλει σε αύξηση: Aυξητικοί παράγοντες. Aυξητικές τάσεις του πληθωρισμού.

[λόγ. < αρχ. αὐξητικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυξητικός, -ή, -ό [afksitikós] (L)
  • ① of or pertaining to increases, increasing, rising (syn ανοδικός 1):
    • ~ κατά 10% ο ρυθμός της βιομηχανικής αναπτύξεως |
    • αυξητική τάση παρουσιάζουν οι καρκίνοι του πνεύμονος |
    • το λιμάνι της συμπρωτεύουσας παρουσιάζει μια συνεχή αυξητική άνοδο |
    • ο τιμάριθμος είχε τις αντίστοιχες αυξητικές επιπτώσεις στο κόστος παραγωγής |
    • δεν έχει ούτε φάσεις ούτε κρίσεις μειωτικές ή αυξητικές, δεν έχει ανεβοκατεβάσματα (Kanellop)
  • ② causing or promoting growth:
    • ο θεός [είναι] η κινητική κι αυξητική και μορφωτική δύναμη, .. που ενυπάρχει στον κόσμο (Theodoridis) |
    • κατορθώνει να επηρεασθεί η καθυστερημένη ανάπτυξη του παιδιού .. με αυξητική υποφυσιακή ορμόνη (Louros) |
    • η βιταμίνη B6 .. παρουσιάζει αυξητική επίδραση πάνω στο νευρικό σύστημα και την αιμοποίηση (id.)
  • ③ rhet, stylistics characterized by or exhibiting augmentation, augmentative (syn επαυξητικός):
    • ~ λόγος |
    • αυξητική παράταξη |
    • αυξητικό σχήμα |
    • ο κατάλογος χωρίζεται με το τέλος του στίχου σε δύο άνισα αυξητικά μέρη (FKakridis)

[fr kath αυξητικός ← postmed (Somavera), MG ← K, AG, der of αυξητός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες