Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυξημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυξημένος, -η, -ο [afksimέnos] (& ηυξημένος)
  • ① increased, raised, higher (syn ανεβασμένος 3, μεγαλύτερος, υψηλότερος):
    • ~ τόκος |
    • αυξημένη κατανάλωση, παραγωγή, τιμή, φορολογία |
    • αυξημένες ανάγκες, ανέσεις, απαιτήσεις, γνώσεις |
    • αυξημένες εξαγωγές |
    • αυξημένο ενδιαφέρον, ποσοστό, χρέος |
    • ~ αριθμός των τροχαίων ατυχημάτων |
    • αυξημένη νοσηρότητα από αφροδίσια |
    • αυξημένη στρατιωτική βοήθεια |
    • ~ ο δείκτης των τιμών κατά 2% |
    • εκφράζεται αυξημένη αισιοδοξία για το αποτέλεσμα των συνομιλιών με τους T. |
    • οι αρχές ασφαλείας έχουν λάβει αυξημένα μέτρα επαγρυπνήσεως |
    • η αντίθεση .. συνεχίζεται όχι μόνο αμείωτη αλλά και αυξημένη (Dimaras) |
    • οι σχετικές μαρτυρίες παρουσιάζουν το γενεαλογικό σύστημα των Πελοπιδών αυξημένο κατά ένα μέλος (Kakridis) |
    • αυξημένη σημασία .. αποδίδεται στην παιδική ηλικία από τη σύγχρονη ψυχολογία (Sachinis) |
    • τα μεγάλα κέντρα τον παρακαλούν [τον αγρότη] να δουλέψει με ηυξημένα σταθερά ημερομίσθια (PSolomos)
  • ② bibliogr enlarged, augmented (syn επαυξημένος):
    • δεύτερη έκδοση [του βιβλίου] αυξημένη κι αναθεωρημένη (Tsirkas)
  • ③ mus augmented (ant ελαττωμένος):
    • αυξημένη συγχορδία augmented triad |
    • αυξημένο διάστημα augmented interval |
    • οι χρωματικοί ήχοι αυξημένοι ή ελαττωμένοι ταιριάζουν σε παθητικά και υπερβολικά συναισθήματα (Papanoutsos)

[fr postmed (Somavera) αυξημένος & kath ηυξημένος, ppp of αυξάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες