Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυξανόμενος, -η, -ο [afksanόmenos] (L)
- increasing, growing (syn αυξάνων, αυξούμενος, αύξων):
- ~ πληθωρισμός, πλούτος, ρυθμός |
- αυξανόμενη διαμάχη, ένταση, μετανάστευση, ταχύτητα,φήμη |
- αυξανόμενες ανάγκες, απαιτήσεις, ελλείψεις, επενδύσεις |
- αυξανόμενο κόστος, πλήθος |
- συνεχώς ~ αριθμός των ανειδίκευτων εργατών |
- αυξανόμενη πολεμική δύναμη |
- αυξανόμενη ψυχρότητα ανάμεσα στις δύο χώρες |
- αυξανόμενη ανησυχία στους κόλπους της συμμαχίας |
- ο μικρός ναός δεν μπορούσε πια να χωρέσει τους διαρκώς αυξανόμενους πιστούς |
- ο τυμπανισμός των ποδαριών μεταλλάζει σε βοή ρυθμικά αυξανόμενη (Karagatsis) |
- η παραγωγή ατομικών όπλων απορροφά ένα διαρκώς αυξανόμενο μέρος του εθνικού εισοδήματος (Angelop) |
- δεν αντιδρούσαν στην αυξανόμενη εξάρτηση της χώρας από το ξένο κεφάλαιο (Zachareas) |
- εγκαταλείπονται στην ασυγκράτητα αυξανόμενη θέρμη τους (Chatzinis)
[fr kath αυξανόμενος, prpmi of αυξάνω]
- increasing, growing (syn αυξάνων, αυξούμενος, αύξων):