Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυξαίνω [afkséno] (also αξαίνω; Solom αυξύνω) ipf αύξαινα (& άξαινα), (D)
- ① trans make more or larger, increase (in size, number etc), augment, enhance (syn αυξάνω 1, επαυξάνω L, μεγαλώνω):
- ~ ταχύτητα |
- ο δείνα αυξαίνει το βιος του |
- η φοβερή ιδέα που σχημάτιζα .. αύξαινε τον πόνο, που μαζευόταν στην καρδιά μου (Kondylakis) |
- πόσο του αυξαίνει τα μαρτύριά του (sc του σκυλιού) αυτός ο μπάτης! (Lykoudis) |
- η διάδοση της παιδείας .. δεν αυξαίνει τη γνώση (Panagiotop) |
- ανεβάσανε .. τον άνθρωπο, αυξαίνοντάς του .. την αυτοπεποίθηση (Spalas) |
- poem με σπρώχνει μπρος, σα χαρά να 'χει | τον κόπο πάντα να μου αυξαίνει (IZervos)
- ② intr increase (in size, number etc), grow (syn αυξάνω 2, μεγαλώνω):
- αυξαίνει η περιουσία, ο πληθυσμός, η φωτιά |
- αυξαίνουν τα γέλια, οι πιθανότητες |
- η αγάπη μου στη ζωή αυξαίνει σε δύναμη και σ' ευγένεια (Kazantz) |
- τα χρόνια των υποχρεωτικών σπουδών θ' αυξαίνουν σταθερά (Christidis AK) |
- η παραγωγή σιτηρών στην Iνδία πρέπει ν' αυξαίνει πάνω από 8% (Evelpidis) |
- όσο προχωρούσε η μέρα, τόσο η αγωνία μου αύξαινε (Sfakianakis) |
- poem και αποκάτου από τον ήλιο | τόσο του άμμου η λάβρα αυξύνει, | που εις τη βάρβαρη Kυρήνη | μόλις είναι η λάβρα αυτή (Solom)
- ⓐ grow up, grow bigger, wax, shoot up (syn L αναπτύσσομαι):
- αυξαίνει το κυπαρίσσι |
- ο κισσός |
- μωρέ πώς αυξαίνουνε, λέω, τα θηλυκά! σαν το ζυμάρι που ξεχειλά από τη σκάφη (Myriv) |
- folks. πέστε του να ζει, ν' αξαίνει | τα κορίτσια να μαραίνει (DPetrop) |
- poem τι όμορφα φυτά, που εκεί βλασταίνουν, | τι φουντωτές εκ' οι μυρτιές αξαίνουν! (Mavilis)
[fr postmed, MG αυξαίνω (also αξαίνω & αυξύνω, late form of αυξάνω; cf pass aor ηὐξύνθην Aesop. 51, ed. C. Halm), der of AG (+) αὐξάνω]
- ① trans make more or larger, increase (in size, number etc), augment, enhance (syn αυξάνω 1, επαυξάνω L, μεγαλώνω):