Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυνανισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυνανισμός ο [avnanizmós] Ο17 : α.(και επιστ.) πρόκληση και ικανοποίηση αφροδίσιου οργασμού χωρίς τη συμμετοχή ερωτικού συντρόφου· μαλακία. β. (μτφ.) αποχαύνωση, ηλιθιότητα: Πνευματικός ~.

[λόγ. < γαλλ. onanisme < ελνστ. Aὐνάν, πρόσωπο της Π.Δ. που για να αποφύγει τη νόμιμη υποχρέωσή του να τεκνοποιήσει με τη χήρα του αδελφού του, επειδή το παιδί δε θα θεωρούνταν δικό του, διέπραττε διακεκομμένη συνουσία, και για το λόγο αυτό τιμωρήθηκε με θάνατο από το Θεό (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυνανισμός [avnanizmós] ο, (L)
  • ① masturbation, onanism, self-abuse (syn μαλακία):
    • στην εφηβική ηλικία οι περιστάσεις οδηγούν συχνά στην ανάγκη του αυνανισμού με το σκοπό της πρόχειρης καταπραϋντικής ικανοποιήσεως (Louros) |
    • μέσα στη φυλακή ο ~ και η ομοφυλοφιλία είναι σαν θεσμοί (IPetrop) |
    • poem .. εκεί που πέσανε οι πιο γενναίοι | είναι ένα στρώμα τώρα από σκουπίδια, | σπέρματα από αυνανισμούς κι ασέλγειες (Patrikios)
  • ② fig self-gratification, onanism:
    • πνευματικός ~ |
    • η υφήλιος παντρεύτηκε την ειρήνη με κουμπάρα την Kοινωνία των Eθνών και ρίχτηκε σε όργιο αυνανισμού μαζί της (Karagatsis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) αυνανισμός, der of αυνανίζομαι; cf Fr onanisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες