Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυλώνας
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυλώνας [avlόnas] ο, (L)
  • small valley, hollow, glen (syn κοιλάδα):
    • τα βουνά της είναι κατάφυτα, .. οι αυλώνες της γεμάτοι από δέντρα (Demetrieis)

[fr kath αυλών ← MG ← ὁ αὐλών K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες