Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυλών ο.
-
- 1) Πεδιάδα, κοιλάδα:
- (Ψευδο-Σφρ. 24014).
- 2) Yπόνομος:
- (Aλεξ. 571).
[αρχ. ουσ. αυλών. T. ‑ώνας σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, Andr.)]
- 1) Πεδιάδα, κοιλάδα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αυλώνα [avlόna] η, (& Aυλώνας ο) geogr
- name of town & county in S Albania, Vlona, Valona:
- οι μαθητές του προέρχονται από το Δέλβινο και την ~ (Tsirpanlis) |
- θα ξεχώριζαν τη θάλασσα απ' το μέρος του ~ (TAthanasiadis)
[fr Aυλώνας (Demetrieis etc) ← kath (ο, η) Aυλών ← MG, K; cf αυλώνας]
- name of town & county in S Albania, Vlona, Valona:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλώνας [avlόnas] ο, (L)
- small valley, hollow, glen (syn κοιλάδα):
- τα βουνά της είναι κατάφυτα, .. οι αυλώνες της γεμάτοι από δέντρα (Demetrieis)
[fr kath αυλών ← MG ← ὁ αὐλών K (also pap), AG]
- small valley, hollow, glen (syn κοιλάδα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αϋλώνω [ailόno] pass αϋλώνομαι
- make immaterial or incorporeal, immaterialize, etherealize (syn in αϋλοποιώ):
- η ιερή παράδοση κάνει τα παρακμασμένα λατινικά .. ν' αϋλώνουν, ν' αγγελοποιούν τις πιο αγνές στιγμές (Papatsonis) |
- poem του Λόγου σας η τρίφωνη Oυρανία | βλογώντας με κι αϋλώνοντας με φέρνει | στα γαληνά λουκρητικά τεμένη (Palam) |
- κάποιο μυστήριο συντελείται, όπως | όταν, πριν ξημερώσει, αϋλώνεται ο τόπος (Papatsonis)
[der of άυλος]
- make immaterial or incorporeal, immaterialize, etherealize (syn in αϋλοποιώ):