Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλός ο [avlós] Ο17 : 1.αρχαιότατο πνευστό όργανο από καλάμι ή άλλο τεχνητό σωλήνα: H φλογέρα των βοσκών και το σύγχρονο φλάουτο είναι οι απόγονοι του αρχαίου αυλού. 2. (τεχν.) εξάρτημα μηχανής ή εργαλείου που μοιάζει με αυλό.
[λόγ.: 1: αρχ. αὐλός· 2: σημδ. γαλλ. tube]
[Λεξικό Κριαρά]
- άυλος, επίθ.
-
- (Προκ. για φως) θεϊκός:
- (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 447)·
- έκφρ. άυλοι μοναί = η μέλλουσα ζωή:
- (Ψευδο-Σφρ. 27028).
[αρχ. επίθ. άυλος. H λ. και σήμ.]
- (Προκ. για φως) θεϊκός:
[Λεξικό Κριαρά]
- αυλός ο.
-
- Tο ανδρικό αιδοίο:
- (Iατροσ. κώδ. χπς´).
[αρχ. ουσ. αυλός. H λ. και σήμ.]
- Tο ανδρικό αιδοίο:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλός [avlós] ο,
- ① flute, pipe (syn καλάμι, φλογέρα):
- από τα παρασκήνια ακούστηκαν ήχοι αυλού (ChZalokostas) |
- ο Pήγας .. παίζει στον αυλό του το επαναστατικό του θούριο (Vranousis) |
- δυνατός αέρας .. πέρναγε σφυρίζοντας από το στενό και μακρύ δρόμο μας σα μέσ' από αυλό (Charis) |
- ο ~ είναι αερόφωνο, ιδιόφωνο λαϊκό όργανο διαδεδομένο σ' όλους σχεδόν τους λαούς (Karakasis) |
- poem ήταν μια ελληνική γιορτή με τελετές ωραίες | με λύρες και με αυλούς κλ (Kavafis)
- ② tube, pipe (syn σωλήνας):
- ~ λέβητος boiler tube |
- mus ~ οργάνου organ pipe |
- μερικές λάμες .. ήταν μάλλον για ακόντια, .. που ακόμα δεν έχουν αυλό για το στερέωμα του κονταριού (NPlaton)
- ⓐ anat duct, lumen (syn αγωγός 4):
- τα τοιχώματα του αυλού της ουρήθρας αποτελούνται από μυϊκό ιστό (Louros)
- ③ bot tube-shaped part of flower, cup:
- ο μπάμπουρας .. ξετινάζει από τα πόδια του τη γύρη μέσα στον αυλό του λουλουδιού (KPolitis)
[fr postmed, MG αυλός ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① flute, pipe (syn καλάμι, φλογέρα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άυλος -η -ο [áilos] Ε5 : α.που δεν έχει υλική υπόσταση· ασώματος, πνευματικός. ANT υλικός: Tο πνεύμα είναι άυλο. Yλικά και άυλα αγαθά. β. (μτφ., για υλικό σώμα) τόσο πολύ διάφανος, αιθέριος, ανάερος σαν να ήταν άυλος: Οι άυλες μορφές των βυζαντινών αγιογραφιών. || (οικον.): Άυλοι τίτλοι*.
[λόγ. < ελνστ. ἄϋλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άυλος, -η, -ο [áilos]
- immaterial, unsubstantial, incorporeal, ethereal (syn άσαρκος2 2, ασύστατος 1b, ant υλικός):
- άυλος αιθέρας, έρωτας, λογισμός, ουρανός |
- άυλη άχνη, ηδονή, ιδέα, μνήμη, παρουσία, φλόγα |
- άυλο νήμα, κορμί, όραμα, φως |
- ~ ερωτικός δεσμός |
- άυλες ουράνιες δυνάμεις |
- άυλες γυναικείες μορφές |
- άυλες αξίες (or άυλα αγαθά) law, commerce intangible assets |
- το ετοιμοπόλεμο εξαρτάται από άυλους παράγοντες, όπως το φρόνημα και η πειθαρχία |
- η ποίηση .. απομένει καθάρια, λεπτεπίλεπτη, άυλη σχεδόν (Palam) |
- η αρρώστια της της έδινε μιαν άυλη ομορφιά (Nirvanas) |
- άυλο τείχος χωρίζει Pωμιούς και Tούρκους στην Πόλη (Palaiologos) |
- τον εαυτό μας .. τον αισθανόμαστε .. αϋλότερο, πνευματικότερο (Papanoutsos) |
- poem .. του ασκητισμού κορόνες, | δαρμένοι από την άσκηση κι από την έκσταση άυλοι (Palam) |
- την ψυχή μου παραδίνω | σ' άυλη αγκαλιά (Malakasis) |
- κι επετούσε κι έφευγε, ως να 'τανε ~, | στις ανηφοριές του δρόμου κλ (Zevgoli)
[fr postmed (Somavera), MG άυλος ← PatrG, K, cpd w. Hλη]
- immaterial, unsubstantial, incorporeal, ethereal (syn άσαρκος2 2, ασύστατος 1b, ant υλικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλόσκαλα [avlóskala] η,
- staircase leading fr the courtyard to the house:
- οι πλάκες ήταν πεντακάθαρες, η ~ άστραφτε (Prevelakis)
[cpd of αυλή & σκάλα]
- staircase leading fr the courtyard to the house:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αϋλοσύνη [ailosíni] η, (L)
- immateriality, incorporeality (syn in αϋλία 1):
- όλα μέσα στο μυθιστόρημα αυτό μετεωρίζονται με χάρη ανάμεσα στην υλική ζωή και την ~ (Sachinis) |
- το όριο τον χώριζε .. από τη ρωμιοσύνη την υλική, αυτόν τον σχεδόν άυλο, μα που η ~ του ήταν από φλόγα (Karantonis)
[der of άυλος w. suff -σύνη]
- immateriality, incorporeality (syn in αϋλία 1):