Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυλοκόλακας
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλοκόλακας ο [avlokólakas] Ο5 : κόλακας ηγεμόνα, βασιλιά ή άλλου ισχυρού (πολιτικά) προσώπου.

[λόγ. αυλ(ή)2 -ο- + κόλαξ > κόλακας]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλοκόλακας [avlokόlakas] ο, (L)
  • person who fawns over royalty or powerful people, court sycophant:
    • τριγύριζαν στις διάφορες ιταλικές αυλές ακάθαρτοι και παρασιτικοί, αυλοκόλακες χωρίς μόρφωση (Ouranis) |
    • ήταν από κείνους τους αυλοκόλακες, που δίνουν κυνικές συμβουλές στους ηγεμόνες (Roufos) |
    • στ' ατίθασα άτια του Iέρωνος έπλεξε εγκώμια αθάνατα ένας φαμφαρόνος ~ (Grigoris) |
    • ο πρόεδρος είχε προβάλει σε μια πόρτα συντροφεμένος από την απαραίτητη συνοδεία .. των σωματοφυλάκων και των αυλοκολάκων (Theotokas) |
    • poem .. υποψιάζομαι | όλο το πλήθος των αυλοκολάκων (Katsaros)

[fr kath (neol: Koumanoudis αυλοκόλαξ, 1865-1896), cpd w. κόλαξ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες