Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλακώνω [avlakóno] -ομαι Ρ1 : 1.κάνω αυλακιές· αυλακιάζω. 2. (μτφ.) για επιφάνειες όπως ο ουρανός, η θάλασσα κτλ.: Aστραπές αυλακώνουν τον ουρανό. Tο καράβι αυλακώνει το πέλαγος. || κάνω να σχηματιστούν ρυτίδες, σημάδια: H αυλακωμένη από τα βάσανα ασκητική μορφή του.
[αυλάκ(ι) -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλακώνω [avlakόno] ipf αυλάκωνα, aor αυλάκωσα (subj αυλακώσω), pf & plupf έχω-είχα αυλακώσει, pass αυλακώνομαι, ipf αυλακωνόμουν, aor αυλακώθηκα, pf & plupf έχω-είχα αυλακωθεί, είμαι-ήμουν αυλακωμένος
- Ⓐ trans
- ① agric dig furrows or ditches, furrow (syn αυλακιάζω):
- ~ το χωράφι
- ② mark w. lines or trails, furrow, line (syn χαρακώνω):
- αστραπές αυλακώνουν τον ουρανό |
- δάκρυα του αυλακώνουν το πρόσωπο |
- μονάδες του Πολεμικού Nαυτικού αυλακώνουν τη θάλασσα |
- σώζεται τμήμα πλατιάς πτυχής, που τη ράχη της αυλακώνουν δυο λεπτότερες (Despinis) |
- έτρεχε από το ταβάνι ένα κοκκινωπό νερό αυλακώνοντας τον ξεγδαρμένο τοίχο (KPolitis) |
- σιδερένια δοκάρια .. αυλάκωναν κάθετα και οριζόντια το κενό (Karantonis) |
- η Eυρώπη αυλακώνεται από άλλα .. πολύ ωραιότερα ποτάμια (Panagiotop)
- ⓐ cut grooves or ruts, gouge, corrugate (syn κοιλαίνω L, σκάβω):
- οι δρόμοι είχαν καταμεσής αυλακωθεί από τις ρόδες των κάρων (TAineias, adapted)
- ③ furrow, wrinkle (syn ρυτιδώνω, χαρακώνω):
- αυλάκωσαν τη Z. τα γερατειά, απομύζησαν κάθε σημάδι ομορφιάς απ' τη μορφή της (Chatzikostas) |
- το όμορφο πρόσωπο της μητέρας αυλακώθηκε (KPapa) |
- το καθάριο μέτωπο του A. ήταν αυλακωμένο από την έγνοια (Panagiotop)
- Ⓑ intr become furrowed or wrinkled, groove:
- τα τόξα των φρυδιών αυλάκωσαν, αυλάκωσαν κι απόμειναν δυο μαύρες .. γραμμές (TAthanasiadis)
[der of *αυλακώ (-όω), whence der kath (Koumanoudis) αυλακωτός & αυλάκωσις, αυλακώτρα, αυλακωτήρι etc]