Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλακωτός -ή -ό [avlakotós] Ε1 : που έχει αυλακώσεις στην επιφάνειά του.
[λόγ. αυλακω- (δες αυλακώνω) -τός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλακωτός, -ή, -ό [avlakotós]
- ① grooved, fluted, furrowed (syn in αυλακωμένος 1):
- ~ μονωτήρας |
- αυλακωτό πεπόνι |
- οι πτυχές αποδόθηκαν αλλού αυλακωτές, αλλού ελαφρά ανάγλυφες (Karouzou) |
- η συσκευή .. αποτελείται από δυο καλαμένιους αυλούς .. προσαρμοσμένους σε .. ξύλινη αυλακωτή βάση (Anogianakis)
- ② shaped by alternating furrows and ridges, corrugated (near-syn πτυχωτός):
- αυλακωτή λαμαρίνα corrugated (metal) sheet |
- αυλακωτό χαρτί corrugated paper |
- ήσυχα ανεμίζεται στις πλάτες του το ειδικό του ένδυμα, μαύρος ~ μανδύας (Papantoniou) |
- έσυρε μια ιδεατή γραμμή από τ' αυλακωτά βουνοπόρια πάνω στο κατάλευκο Mιτσικέλι ίσαμε τους πρόποδές του (TAthanasiadis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυλακωτός, der of *αυλακώ]
- ① grooved, fluted, furrowed (syn in αυλακωμένος 1):