Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυλακιά
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλακιά η [avlaká] Ο24 : α.επιμήκης τεχνητή κοιλότητα που ανοίγει ή σκάβει κάποιος στην επιφάνεια της γης, με άροτρο ή άλλο εργαλείο, για να σπείρει ή για να φυτέψει· αυλάκι: Aνοίγω / σκάβω αυλακιές. Είχε ένα χωράφι είκοσι αυλακιές. β. (συνήθ. πληθ.) επιμήκης κοιλότητα ή χαραγματιά σε οποιαδήποτε επιφάνεια· ράβδωση: Οι παράλληλες και ισόπαχες αυλακιές σε μια κολόνα. || Mια βαθιά ~ ανάμεσα στα φρύδια.

[αυλάκ(ι) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλακιά [avlacjá] η,
  • ① agric furrow, row (syn in αυλάκι 1):
    • ανοίγει, σκάβει αυλακιές |
    • φύτεψε λαχανικά στις αυλακιές |
    • τα χέρια τους .. γυρεύανε στάχυ το στάχυ μες στις αυλακιές (Prevelakis) |
    • όπου ~ απ' όργωμα, κούτσουρο, βούρλο ή ζώο .., το φως του χινόπωρου το γάνωνε στο μάλαμα (id.) |
    • poem .. τ' αλέτρι χαράζει αυλακιές (Stavrou Ar) |
    • δεν είναι η πείρα λουλούδι ..|..| είναι ~, που πια δεν καρτερεί το σπόρο (LRaftop)
  • ② groove (made by wheels), furrow, rut (syn in αυλάκι 2):
    • χαραγμένα με βαθιές αυλακιές στέκαν ακόμα τα σημάδια απ' τους αραμπάδες (Venezis)
  • ⓐ groove, flute, furrow, gouge (syn in αύλακα 1):
    • το χάραγμα κάποιου ονόματος πάνω .. στις αυλακιές της παλαιικής κολόνας (Kournoutos)
  • ⓑ furrow, wrinkle (syn in αύλακα 2):
    • οι αυλακιές στο μέτωπο βαθαίνουν, τα μάτια σκοτεινιάζουν (Papanoutsos) |
    • στο πρόσωπό του σίγουρα θα πρόσεχε κανείς τις αυλακιές των αυριανών ρυτίδων (PIoannidis)
  • ③ ditch, trench, channel, stream (syn in αύλακας 1):
    • poem ξάφνου ξεκόβει ο μπροσταρόγαμπρος, σούρνει ~ το γαίμα (Kazantz Od 22.117)
  • ④ naut line on water produced by sailing ship (fish etc), wake, track (syn in απονέρι 2):
    • μέσα στην ~ του φεγγαριού έρχονταν τρέχοντας προς αυτές ο αχός και το σύννεφο του αφρού (Tsatsos) |
    • όλα .. καταγράφονταν μέσα της σαν αυλακιές πάνω στο νερό (TAthanasiadis) |
    • poem πήραν την ~ που ανοίγουν τα δελφίνια (Melissanthi)

[fr MG *αυλακέα (Kyth) & αυλατσέα, der of αυλάκι, or fr αύλακας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλακιάζω [avlakázo] & αυλακίζω [avlakízo] Ρ2.1α : ανοίγω, σκάβω αυλακιές για να φυτέψω: ~ τον κήπο.

[ελνστ. αὐλακίζω & μεταπλ. αυλακ(ίζω) -ιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλακιάζω [avlacjázo] agric
  • dig furrows or ditches, furrow (syn αυλακώνω 1):
    • ~ το χωράφι

[der of αυλάκιν (Pontic) ← K αὐλάκιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυλάκιασμα το [avlákazma] & αυλάκισμα το [avlákizma] Ο49 : η διάνοιξη αυλακιών (σε καλλιεργήσιμο έδαφος).

[αυλακιασ- (αυλακιάζω), αυλακισ- (αυλακίζω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλάκιασμα [avlácjazma] το,
  • process of digging or formation of furrows or ditches (syn αυλάκωμα)

[der of αυλακιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυλακιασμένος, -η, -ο [avlacjazménos]
  • furrowed, wrinkled (syn αυλακωμένος 2, ρυτιδιασμένος, χαρακωμένος):
    • σκυμμένος πάνω μου ο σιτιστής, τ' αυλακιασμένο πρόσωπό του (Kasdaglis)

[ppp of αυλακιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες