Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλάρχης ο [avlárxis] Ο10 : ο επικεφαλής, ο προϊστάμενος της βασιλικής αυλής.
[λόγ. < ελνστ. αὐλάρχης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλάρχης [avlár is] ο, (sp. also Aυλάρχης)
- :
- έλαβε γράμμα από τον αυλάρχη με το στέμμα απέξω (Xenop) |
- η δεύτερη πρόταση ήρθε από τον αυλάρχη του πρίγκιπα K. (Lambridi) |
- ο ~ της βασίλισσας ναύαρχος Π. Λ. με πλησιάζει, για να με οδηγήσει στο βασιλιά (Louros)
[fr kath αυλάρχης ← PatrG, K, cpd of αὐλή & combin form -άρχης; cf αἱρεσιάρχης, πατριάρχης, σχολάρχης, ταξι-, χιλι- etc]