Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλάκι το [avláki] Ο44 : 1.επιμήκης φυσική ή τεχνητή κοιλότητα στην επιφάνεια της γης· (πρβ. χαντάκι, ρυάκι): Aνοίγω / σκάβω αυλάκια. Ποτιστικά / αρδευτικά αυλάκια. Bαθύ / ρηχό ~. Tο ~ του νερόμυλου. || το αυλάκι που κάνει κάποιος στη γη για να σπείρει ή για να φυτέψει· αυλακιά. ΦΡ βάζω το νερό στ΄ ~, τακτοποιώ μια υπόθεση, μια κατάσταση έτσι ώστε να εξελιχτεί ομαλά και απρόσκοπτα. μπήκε το νερό στ΄ ~, για διαδικασία που μπήκε σε ένα στάδιο ομαλής εξέλιξης. κύλησε πολύ νερό στ΄ ~, συνέβησαν πολλά, υπήρξε εξέλιξη: Aπό τότε κύλησε πολύ νερό στ΄ ~ και θα πρέπει ν΄ αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας. 2. κάθε επιμήκης χάραξη σε οποιαδήποτε επιφάνεια (ξύλο, πέτρα κτλ.) που θυμίζει αυλάκι. || T΄ αυλάκια του μυαλού, αύλακες. 3. η γραμμή που σχηματίζεται στην επιφάνεια της θάλασσας πίσω από κινούμενο πλοίο· τα νερά ή τα απόνερα του πλοίου. 4. (σπάν.) μικρός όρμος. || (προφ.) ο Iσθμός της Kορίνθου. (έκφρ.) κάτω απ΄ τ΄ ~, στην Πελοπόννησο και με επέκταση, στη νότια Ελλάδα.
[μσν. αυλάκι(ν) < ελνστ. αὐλάκιον υποκορ. του αρχ. αsλαξ ἡ, ελνστ. ὁ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλάκι [avláci] το,
- ① agric furrow, row (syn αυλακιά 1, πρασιά):
- ~ του αρότρου |
- φύτεψε δέκα αυλάκια ντομάτες |
- μέσα στ' αυλάκια είχαν ψηλώσει κάπως τα φιντάνια (KPolitis)
- ② groove (made by wheels), furrow, rut (syn αυλακιά 2, αυλάκωμα 2, αυλάκωση 2):
- στην είσοδο του κάστρου .. διετηρούντο τ' αυλάκια από τους τροχούς των προϊστορικών αρμάτων (Melas)
- ⓐ groove, flute, furrow, gouge (syn in αύλακα 1):
- αμόνι με αυλάκια |
- οι κατακόρυφες πτυχές του ενδύματος χωρίζονται με πολύ βαθιά αυλάκια (Bakalakis)
- ⓑ fig settled course, groove, rut (syn κανάλι):
- μπήκε σε καινούργιο ~ η ζωή τους (Petsalis) |
- το θαύμα .. σταθεροποιεί απλώς τον Tηλέμαχο .., δεν τον βγάζει όμως έξω από αυτό το ~ (Maronitis)
- ③ (irrigation) ditch, trench, channel, stream (syn in αύλακας 1):
- ποτιστικό ~ |
- το ~ του νερόμυλου |
- ξεχείλισε το ~ |
- phr τι τρέχει; νερό στ' ~ said when one avoids giving a straight answer concerning happenings |
- το αίμα .. χάραξε μεμιάς πλατιά κόκκινα αυλάκια πάνω στο λεπτό κορμί (MNikolaidis)
- ⓒ drainage ditch, gutter (syn οχετός L, χαντάκι):
- phr πηδάω τ' ~ escape danger |
- έχυσε βιαστικά ένα κάνταρο στ' ~ (Xenop) |
- folks. ως πότε να 'ν' τα μάτια μου της γειτονιάς ~; | στο 'να να τρέχει το νερό και στ' άλλο το φαρμάκι (Passow)
- ⓓ fig phr (βάζω, φέρνω, or μπήκε) το νερό στ' ~ bring matters to a desired or settled course:
- ο Λ. είχε σκοπό να μην του ανοίξει κουβέντα για το φλέγον, όμως ο K. τρωγότανε να φέρει το νερό στ' ~ (Myriv)
- ④ naut small bay, inlet, cove (syn όρμος):
- στον κάβο ή στο ~ το απόμερο .. οι άλλοι ψαράδες πάσκιζαν ν' αράξουν κοντά του (Zappas)
- ⓔ naut line on water produced by sailing ship (fish etc), wake, track (syn in απονέρι 2):
- κυνηγούσανε το καράβι, τρέχοντας ξοπίσω του στ' ~ της καρένας (Myriv) |
- γλάροι πετούν πάνου στ' ~ τ' αφρισμένο, που αφήνει πίσω της γοργοτάξιδη μπενζίνα (DOikonomidis) |
- fig wake, trail |
- περνάνε ωραίες γυναίκες .. αφήνοντας πίσω τους αρώματα και ένα ~ χρωματιστού φωτός (Ouranis)
[fr postmed αυλάκιν (Pontic) & αυλάτσιν (Cypr) ← MG, K αὐλάκιον, dimin of αsλαξ]
- ① agric furrow, row (syn αυλακιά 1, πρασιά):
[Λεξικό Κριαρά]
- αυλάκι(ον) το.
-
- 1) Aυλάκι:
- παλάτιον … με περιβόλι … με βρύσες και αυλάκια (Διγ. O 76).
- 2) (Προκ. για οχυρωματικό έργο) τάφρος:
- εκάναν λάκκους βαθυλούς τριγύρου, τόσ’ αυλάκια (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2882).
[<αρχ. ουσ. αύλαξ ο + κατάλ. ‑ι(ον). H λ. σε σχόλ., το 10. αι. (LBG) και σήμ. (‑ι)]
- 1) Aυλάκι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλακιά η [avlaká] Ο24 : α.επιμήκης τεχνητή κοιλότητα που ανοίγει ή σκάβει κάποιος στην επιφάνεια της γης, με άροτρο ή άλλο εργαλείο, για να σπείρει ή για να φυτέψει· αυλάκι: Aνοίγω / σκάβω αυλακιές. Είχε ένα χωράφι είκοσι αυλακιές. β. (συνήθ. πληθ.) επιμήκης κοιλότητα ή χαραγματιά σε οποιαδήποτε επιφάνεια· ράβδωση: Οι παράλληλες και ισόπαχες αυλακιές σε μια κολόνα. || Mια βαθιά ~ ανάμεσα στα φρύδια.
[αυλάκ(ι) -ιά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλακιά [avlacjá] η,
- ① agric furrow, row (syn in αυλάκι 1):
- ανοίγει, σκάβει αυλακιές |
- φύτεψε λαχανικά στις αυλακιές |
- τα χέρια τους .. γυρεύανε στάχυ το στάχυ μες στις αυλακιές (Prevelakis) |
- όπου ~ απ' όργωμα, κούτσουρο, βούρλο ή ζώο .., το φως του χινόπωρου το γάνωνε στο μάλαμα (id.) |
- poem .. τ' αλέτρι χαράζει αυλακιές (Stavrou Ar) |
- δεν είναι η πείρα λουλούδι ..|..| είναι ~, που πια δεν καρτερεί το σπόρο (LRaftop)
- ② groove (made by wheels), furrow, rut (syn in αυλάκι 2):
- χαραγμένα με βαθιές αυλακιές στέκαν ακόμα τα σημάδια απ' τους αραμπάδες (Venezis)
- ⓐ groove, flute, furrow, gouge (syn in αύλακα 1):
- το χάραγμα κάποιου ονόματος πάνω .. στις αυλακιές της παλαιικής κολόνας (Kournoutos)
- ⓑ furrow, wrinkle (syn in αύλακα 2):
- οι αυλακιές στο μέτωπο βαθαίνουν, τα μάτια σκοτεινιάζουν (Papanoutsos) |
- στο πρόσωπό του σίγουρα θα πρόσεχε κανείς τις αυλακιές των αυριανών ρυτίδων (PIoannidis)
- ③ ditch, trench, channel, stream (syn in αύλακας 1):
- poem ξάφνου ξεκόβει ο μπροσταρόγαμπρος, σούρνει ~ το γαίμα (Kazantz Od 22.117)
- ④ naut line on water produced by sailing ship (fish etc), wake, track (syn in απονέρι 2):
- μέσα στην ~ του φεγγαριού έρχονταν τρέχοντας προς αυτές ο αχός και το σύννεφο του αφρού (Tsatsos) |
- όλα .. καταγράφονταν μέσα της σαν αυλακιές πάνω στο νερό (TAthanasiadis) |
- poem πήραν την ~ που ανοίγουν τα δελφίνια (Melissanthi)
[fr MG *αυλακέα (Kyth) & αυλατσέα, der of αυλάκι, or fr αύλακας]
- ① agric furrow, row (syn in αυλάκι 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλακιάζω [avlakázo] & αυλακίζω [avlakízo] Ρ2.1α : ανοίγω, σκάβω αυλακιές για να φυτέψω: ~ τον κήπο.
[ελνστ. αὐλακίζω & μεταπλ. αυλακ(ίζω) -ιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλακιάζω [avlacjázo] agric
- dig furrows or ditches, furrow (syn αυλακώνω 1):
- ~ το χωράφι
[der of αυλάκιν (Pontic) ← K αὐλάκιον]
- dig furrows or ditches, furrow (syn αυλακώνω 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυλάκιασμα το [avlákazma] & αυλάκισμα το [avlákizma] Ο49 : η διάνοιξη αυλακιών (σε καλλιεργήσιμο έδαφος).
[αυλακιασ- (αυλακιάζω), αυλακισ- (αυλακίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλάκιασμα [avlácjazma] το,
- process of digging or formation of furrows or ditches (syn αυλάκωμα)
[der of αυλακιάζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυλακιασμένος, -η, -ο [avlacjazménos]
- furrowed, wrinkled (syn αυλακωμένος 2, ρυτιδιασμένος, χαρακωμένος):
- σκυμμένος πάνω μου ο σιτιστής, τ' αυλακιασμένο πρόσωπό του (Kasdaglis)
[ppp of αυλακιάζω]
- furrowed, wrinkled (syn αυλακωμένος 2, ρυτιδιασμένος, χαρακωμένος):