Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυθύπαρκτος, επίθ.
-
- Που υπάρχει ή γίνεται μόνος του:
- (Mάρκ., Bουλκ. 33922).
[<αυτο‑ + επίθ. υπαρκτός. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- Που υπάρχει ή γίνεται μόνος του:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθύπαρκτος -η -ο [afθíparktos] Ε5 : που έχει δική του ανεξάρτητη και αυτοτελή ύπαρξη, που δεν οφείλει την ύπαρξή του σε άλλον· αυθυπόστατος.
[λόγ. < μσν. αυθύπαρκτος < αυθ- (δες αυτο-) + αρχ. ὑπαρκ- (ὑπάρχω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθύπαρκτος, -η, -ο [afθíparktos] (L) (& D αυθύπαρχτος)
- :
- αυθύπαρκτη αξία, δημιουργία, δύναμη, μάθηση, παράσταση |
- αυθύπαρκτο γεγονός, επεισόδιο, σχήμα |
- ηθικά, οικονομικά, πνευματικά ~ |
- ~ θεωρητικός στοχασμός |
- ~ μυθιστορηματικός ήρωας |
- ~ κύκλος σπουδών |
- αυθύπαρκτη εθνική ομάδα |
- είναι μωσαϊκά εξαρτημάτων, αυθύπαρκτων το ένα από τ' άλλο (Ouranis) |
- η φύση δεν είναι αυθύπαρκτη· μπορεί μόνο να συλληφθεί από τη διάνοια (Tatakis) |
- να ιδρύσουν ένα ιδιότυπο αυθύπαρχτο ανώτερο παρθεναγωγείο (Delmouzos) |
- η Eλλάδα είναι ένα αυθύπαρχτο τμήμα της πνευματικής Eυρώπης (Sachinis)
[fr kath αυθύπαρκτος ← MG, PatrG (4th c.; Lampe), cpd of αὐθ- (of αὐτός) & Ξπαρκτός]