Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυθόρμητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυθόρμητα [afθόrmita] adv (L)
  • without prompting, spontaneously, impulsively, instinctively (syn αυθορμήτως, near-syn απαρακίνητα, αυτοπροαίρετα, ενστικτωδώς):
    • αγαπάει, γελάει, γράφει, τραγουδάει, χειροκροτεί ~ |
    • ~ παράδωσε το πράγμα στην αστυνομία |
    • ~ ζήτησε να βρει λίγη γλύκα στα φιλιά του καλού της (Xenop) |
    • η δικτατορία .. δεν ήταν καθεστώς γεννημένο ~ από τις ελληνικές συνθήκες (Theotokas) |
    • ~ η τέχνη ταυτίζεται με τα ιδανικά της πόλης (Karouzos) |
    • ένα ποίημα όπου ξεπηδούν ~ ένα πλήθος από στίχους και εκφράσεις δημοτικού τραγουδιού (LPolitis)

[der of αυθόρμητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες