Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθεντικότητα η [afθendikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αυθεντικού· γνησιότητα ή εγκυρότητα: Aμφισβητώ την ~ ενός έργου τέχνης / ενός χειρογράφου / μιας γνώμης / μιας πληροφορίας.
[λόγ. αυθεντικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθεντικότητα [afθendikόtita] η, (L)
- ① ability or power to influence or persuade, authority, authoritativeness (syn αυθεντία 2, κύρος):
- ο τουριστικός οδηγός έχει ~ |
- οι Eλληνοαμερικανοί έδωσαν στον πρόεδρο την περιωπή και την επιπρόσθετη ~ στη νίκη του |
- οι κρίσεις του .. διαπνέονται από μια ~ (Tatakis) |
- η λάμψη του ύφους του .. έδινε στις ιδέες του την απόλυτη ~ (Chatzinis) |
- ύστερα είπε με τόνο αναμφισβήτητης αυθεντικότητας κλ (Karagatsis)
- ② authenticity, genuineness (syn το αυθεντικό, γνησιότητα):
- η ~ της πληροφορίας |
- η ~ του βιβλίου, του εγγράφου |
- η ~ του επίπλου |
- ~ της καλλιτεχνικής δημιουργίας |
- αμφιβάλλουν για την ~ του τηλεφωνήματος |
- η ελληνική χειροτεχνία διατηρεί την ~ και τη φυσιογνωμία της |
- πίστευε ακράδαντα στην ~ των σιβυλλικών χρησμών (Tatakis) |
- αυτά τα παιδικά όντα στην σκηνή ή πρέπει να έχουν ~ ή καλύτερα να λείπουν (Terzakis) |
- υπομνηματίζει τη σκοτεινή και ύποπτη για την αυθεντικότητά της παράδοση του Πλινίου (Despinis) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1867-1897]) αυθεντικότης, der of αυθεντικός]
- ① ability or power to influence or persuade, authority, authoritativeness (syn αυθεντία 2, κύρος):