Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυθεντικός, επίθ.· αφέντικος· αφεντικός.
-
- 1)
- α) Που ανήκει ή αναφέρεται στον αφέντη, στον άρχοντα:
- ίππον τινά εκ των αυθεντικών (Ψευδο-Σφρ. 5689)·
- β) ηγεμονικός, μεγαλοπρεπής:
- αφεντικόν κανίσκιν (Mαχ. 10822)·
- γ) εξαιρετικός:
- άλογον αφεντικόν (Tάξ. Πόρτ. 98).
- α) Που ανήκει ή αναφέρεται στον αφέντη, στον άρχοντα:
- 2) Σουλτανικός:
- πορευθέντες μετά αυθεντικού ορισμού (Έκθ. χρον. 4717).
- 3) Που έχει κυριαρχικά δικαιώματα, κυριαρχικός:
- με την εκλαμπροτάτην και εξοχωτάτην του Γερουσίαν ως αυθεντικήν οπού την έχουν (Iερόθ. Aββ. 336).
- 4) Που ανήκει στην εξουσία, κρατικός, δημόσιος:
- στες πόρτες τες αυθεντικές με προσοχή εθωρούσαν (Λίμπον. 250)·
- εποίησε τον άπαντα βίον … τον της εκκλησίας αυθεντικόν (Έκθ. χρον. 4617).
- Tο ουδ. αφεντικό ως ουσ. = ο ανώτατος άρχοντας:
- (Σουμμ., Pεμπελ. 166).
[μτγν. επίθ. αυθεντικός. O τ. αφε‑ και σήμ. ιδιωμ. Tο ουδ. αφεντικό και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθεντικός -ή -ό [afθendikós] Ε1 : 1.(σε αντιδιαστολή προς ό,τι αποτελεί απομίμηση άλλου) που προέρχεται πραγματικά από εκείνον στον οποίο τον αποδίδουμε· γνήσιος1β: ~ (πίνακας του) Γκρέκο. Aυθεντικό έγγραφο / χειρόγραφο. Aυθεντικά λαϊκά τραγούδια. 2. που προέρχεται από έγκυρη πηγή, που έχει αναμφισβήτητο κύρος· έγκυρος, αληθινός: Aυθεντικές πληροφορίες / ειδήσεις / μαρτυρίες.
[λόγ. < ελνστ. αὐθεντικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθεντικός, -ή, -ό [afθendikós]
- ① authoritative, reliable, valid (near-syn αξιωματικός2 2, έγκυρος):
- αυθεντική απόφαση, βιογραφία, γνώμη, μαρτυρία |
- η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική εξουσία (Christidis EΣ) |
- πληροφορούμαι από στόμα αυθεντικό, υπουργικό, πως ο νόμος .. δεν ημπορεί να εκτελεσθεί (Palam) |
- έδωσε τον αυθεντικότερο ορισμό της κριτικής (Chatzinis)
- ② authentic, true, faithful, genuine (syn γνήσιος, πιστός):
- ~ ήρωας, καλόγερος, πεζογράφος |
- αυθεντική τραγουδίστρια |
- αυθεντική πληροφορία |
- αυθεντική ιστορία, σοφία, συγκίνηση, τέχνη |
- αυθεντικό κείμενο |
- αυθεντικό χειρόγραφο |
- αυθεντικό αντίγραφο |
- αυθεντικό αριστούργημα |
- αυθεντικό περιστατικό |
- αυθεντικοί λαϊκοί χοροί |
- παλιά έπιπλα αυθεντικά |
- συλλογή αυθεντικών ενδυμασιών |
- αυθεντική εικόνα ζωής |
- μια αυθεντική κατάθλιψη μπορεί να έχει ως αιτία οργανική βλάβη |
- να συναντήσω τους προαιώνιους κι αυθεντικούς κάτοικους της χώρας (Ouranis) |
- άκουσα γύρω μου τη γαλλική γλώσσα να μιλιέται στον δικό της αυθεντικό τόνο (Chatzinis) |
- η ορθοδοξία [είναι] η αυθεντική συνέχεια της μιας και αδιαίρετης καθολικής και αποστολικής εκκλησίας (Theotokas) |
- δίνουν μια ζωντανή και αυθεντικότατη περιγραφή της πατρίδας μας (Athanasiadis-N)
[fr postmed, MG αυθεντικός ← PatrG, K (also pap), der of αὐθέντης w. suff -ικός]
- ① authoritative, reliable, valid (near-syn αξιωματικός2 2, έγκυρος):