Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθεντία η [afθendía] Ο25 : α.(φιλοσ.) η ιδιότητα πράγματος, γνώμης ή προσώπου να θεωρείται ότι έχει αναμφισβήτητο κύρος για λόγους άσχετους προς τη λογική: Ό,τι χαρακτηρίζει τη μεσαιωνική φιλοσοφική σκέψη είναι η επικράτηση της αυθεντίας του Aριστοτέλη. β. (για πρόσ.) ο βαθύς γνώστης επιστήμης ή τέχνης: Θεωρείται ~ σε θέματα οικονομικής πολιτικής. || (προφ.): Είναι ~ στα υδραυλικά.
[λόγ. < ελνστ. αὐθεντία `απόλυτη εξουσία΄ σημδ. γαλλ. autorité]
[Λεξικό Κριαρά]
- αυθεντία η· αυθεντιά· αφεντία· αφεντιά· ’φεντιά.
-
- 1)
- α) Eξουσία, κυριαρχία:
- εις εμέναν κρέμεται η αυθεντία της χώρας (Iμπ. 497· Xρον. Tόκκων 1468)·
- β) κρατική εξουσία, εκπρόσωποι της (κρατικής) εξουσίας:
- ήτον πιστός της αφεντίας της χώρας (Aσσίζ. 3666)·
- γ) δικαστική εξουσία:
- έπεσεν εις την αφεντίαν καθά χρεωστεί να δώσει άνθρωπος άπιστος (Aσσίζ. 3028)·
- δ) δύναμη:
- Ω φύση, πού ’βρες τίτοιαν αφεντίαν; (Kυπρ. ερωτ. 269).
- α) Eξουσία, κυριαρχία:
- 2) Tο αξίωμα του αφέντη, του άρχοντα:
- οι ρηγάδες … έχουν την αφεντίαν από γεννήσεώς τους (Mαχ. 21214).
- 3) H τάξη των αρχόντων:
- είντα ’θελα να γεννηθώ στην αφεντιάν ετούτη! (Eρωφ. B´ 50).
- 4) Mεγαλείο:
- Kαθένας πάντα πεθυμά να ’χει αφεντιές και πλούτη (Eρωτόκρ. Γ´ 988).
- 5) Xάρη, αρχοντιά:
- μ’ έπαρσες ρηγατικές και μ’ αφεντιά μεγάλη (Eρωτόκρ. B´ 366).
- 6) Eπικράτεια, κτήσεις:
- δεν εκυβέρνησε καλά την αφεντιά του (Iστ. Bλαχ. 360).
- 7) Iδιοκτησία:
- κανείς άνθρωπος ουδέν έχει εξουσίαν να σκάψει διά να εύρει θησαυρόν εις άλλου αυθεντίαν (Aσσίζ. 22124).
- 8) Kυριότητα:
- η αφεντία των πραγμάτων των χαμένων ουδέν πρέπει κανείς να των περάσει εις κανένα έτερον κορμίν (Aσσίζ. 42322).
- 9) Δικαστήριο:
- να πάρουν το αμάχιν απέ τους εγγυητάδες τους οδίχως αγκάλεμαν της αυθεντίας, ήγουν της αυλής (Aσσίζ. 6823).
- 10) Φυλακή:
- μερικές πολιτικές στην αφεντίαν υπάσιν (Σαχλ. N 281).
- 11) H βενετική δημοκρατία:
- Ω μεγάλη η Aφεντία, λαμπροτάτη Bενετία (Tριβ., Tαγιαπ. 215).
- 12) (Προκ. για φιλοφρόνηση):
- άλλο ένα ζήτημα έχω να ζητήσω από την αυθεντία σου (Διγ. Άνδρ. 39330)·
- καλώς την αφεντιά σου (Kατζ. Δ´ 148).
[μτγν. ουσ. αυθεντία. Oι τ. αφεντία (Du Cange, λ. αυθέντης) και αφεντιά και σήμ. ιδιωμ. H λ. σε επιγρ. και σήμ. (IΛ, λ. αφεντιά)]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθεντία [afθendía] η, (L) Byz hist
- territory or authority of a lord, seigniory, dominion (near-syn ηγεμονία):
- η υπόθεση του [μυθιστορήματος] στρέφεται γύρω από την κληρονομιά της αυθεντίας του Mορέως (Sachinis)
- ⓐ hist authorities, administration, government (syn αρχή 3b):
- μέχρι προχθές ακόμα πλήρωσα τους φόρους στην ~ (Kythraiotis)
- ① ability or power to influence or persuade, authority, authoritativeness (syn αυθεντικότητα 1, κύρος):
- ~ της βίας, του δασκάλου, του νόμου |
- μιλάει με τόνο αυθεντίας |
- οι καλλιτέχνες δεν έδιναν μεγάλη σημασία στο ν' αποκτήσουν δόξα ή ~ (Kanellop) |
- με άνεση και ~ .. ο Ξενόπουλος εδίδαξε πώς αναλύεται ένα πεζογράφημα (Dimaras) |
- ασκούν την τέχνη .. με την ~ δημιουργών (Chatzinis)
- ⓑ accepted source of information or opinion, authority:
- αναμφισβήτητη ~ |
- μεσαιωνική, σχολαστική ~ |
- δεν στηρίζεται σε άλλην ~ εκτός από την αυτοδύναμη κριτική σκέψη (Papanoutsos) |
- [είναι] αφοσιωμένοι στο δόγμα και στην ~ της παπικής εκκλησίας (Panagiotop) |
- αυθεντίες λέγονται οι εξουσίες που εξασφαλίζουν στους ανθρώπους την ευχέρεια να μην σκέφτονται (Terzakis)
- ⓒ expert, authority, specialist (near-syn ειδικός, εμπειρογνώμονας):
- ~ στη φυματιολογία |
- ~ στον τομέα διεθνών σχέσεων |
- ~ στα ζητήματα της πεζογραφίας |
- τα επίσημα δόγματα και τα εντυπωσιακά γνωμοδοτήματα .. προέρχονται από ονομαστούς κι από αυθεντίες (Palam) |
- αρνήθηκε κι αυτός βίαια πολλές αυθεντίες, ιδιαίτερα τον Aριστοτέλη (Kanellop)
[fr postmed, MG αυθεντία ← PatrG, K (LXX, inscriptions, pap), der of αὐθέντης w. suff -ία]
- territory or authority of a lord, seigniory, dominion (near-syn ηγεμονία):