Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθαιρεσία η [afθeresía] Ο25 : ενέργεια ή πράξη που γίνεται με τρόπο που παραβιάζει τα δικαιώματα του άλλου: Εκμεταλλεύεται το αξίωμά του για να κάνει κάθε λογής αυθαιρεσίες.
[λόγ. αυθαίρε(τος) -σία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθαιρεσία [afθeresía] η, (L)
- ① absence of reliance on or relation to nature, reality, or reason, arbitrariness (syn αυθαίρετο 1):
- πού .. θα θεμελιώσει τα κριτήριά του ο κριτικός, για να τα περισώσει από τον τυφλό εμπειρισμό και τη δογματική ~; (Papanoutsos) |
- [oι μύθοι] γεννήθηκαν όταν η ζωή των λαών δεν είχε ξεμακρύνει από τη φύση και δεν είχε υποταχθεί στη λογική ~ (Evelpidis) |
- με τον όρο ~ του γλωσσικού σημείου ο Σωσσύρ [Saussure] εννοεί τη μη ύπαρξη φυσικής σχέσης ανάμεσα στο σημαίνον και στο σημαινόμενο (Dizikirikis)
- ② act or result of cavalierness or capriciousness, whimsicalness:
- η θυσία αυτή .. δεν είναι αφύσικη, δεν είναι φιλολογική ~ του συγγραφέα (Athanasiadis-N) |
- ο ποιητής με τη στίξη του σκηνοθετεί· δεν επιτρέπει στον ηθοποιό καμιά ~ (Maronitis) |
- οι αυθαιρεσίες της πλοκής .. τον εμπόδισαν ν' αφηγηθεί μια ιστορία, που .. να είναι πειστική (Sachinis)
- ③ quality or act of highhandedness, imperiousness, arbitrariness (syn αυθαίρετο 2, ετσιθελισμός, syn phr κατάχρηση εξουσίας):
- κρατική ~ |
- θύματα των αυθαιρεσιών του σοσιαλισμού |
- προστασία από τις αυθαιρεσίες των διεθνών μονοπωλίων |
- πολέμησε η κοινότητα .. να περιορίσει την ~ του βασιλιά (Kazantz) |
- παραδίνει τις εφημερίδες στην ~ των κατά τόπους νομαρχών (Athanasiadis-N) |
- μια ~ κατά της πόλεως κατεδίκασε το θέατρο σε κατεδάφιση (Skouzes) |
- αν τα περιστατικά ήταν μόνο πέντε δέκα, θα μπορούσαν πιθανότερα να αποδοθούν σε αυθαιρεσίες κατώτερων οργάνων (Christidis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυθαιρεσία, this der bes αυθαίρετος]
- ① absence of reliance on or relation to nature, reality, or reason, arbitrariness (syn αυθαίρετο 1):