Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθαδιάζω [afθaδiázo] Ρ2.1α : μιλώ με τρόπο αναιδή και προσβλητικό, με λόγια ή ύφος ανάρμοστο, σε κπ. που θα έπρεπε να τον σέβομαι: Mην αυθαδιάζεις στους μεγαλυτέρους σου.
[λόγ. < μσν. αυθαδιάζω ενεργ. του ελνστ. αὐθαδιάζομαι (αρχ. αὐθαδίζομαι)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθαδιάζω [afθa∂iázo] ipf αυθαδίαζα, aor αυθαδίασα (subj αυθαδιάσω)
- speak or behave impudently or disrespectfully, be insolent or cheeky (near-syn ασεβώ 2):
- ο γιος αυθαδιάζει στον πατέρα |
- ο φαντάρος ~ στον αξιωματικό |
- ~ με τα μάτια του |
- μειοψηφία της αστυνομίας αυθαδιάζει κατά της δημοκρατίας |
- δεν αυθαδιάζουν έτσι στο γυμνασιάρχη (KPapa) |
- πρόσωπα με βεβαρημένο παρελθόν .. αυθαδιάζουν ανεμπόδιστα, ασχημονούν προκλητικά (Terzakis) |
- ο πιτσιρίκος .. κωλυσιεργούσε συνεχώς, διαμαρτυρότανε και αυθαδίαζε (Theotokas) |
- ένας Tιβέριος κι ένας Nέρων αυθαδίασαν ν' ανεγείρουν τους ανδριάντες τους πλάι στα πάνσεπτα αγάλματα των αθανάτων! (Karagatsis)
[fr kath αυθαδιάζω ← MG, PatrG (Theod. Studita) ← K αυθαδιάζω & mi -ιάζομαι, der of αυθάδης2]
- speak or behave impudently or disrespectfully, be insolent or cheeky (near-syn ασεβώ 2):