Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθαίρετος -η -ο [afθéretos] Ε5 : 1.(για πράξη κτλ.) που το υποκείμενό της δεν παίρνει υπόψη του τη γνώμη, τη θέληση, τα δικαιώματα άλλων ή κάποιους νόμους, συνήθειες ή κανόνες: Aυθαίρετη συμπεριφορά, δεσποτική. Aυθαίρετη απόφαση. Aυθαίρετο συμπέρασμα. || (ως ουσ.) το αυθαίρετο, κτίσμα, κατοικία που οικοδομήθηκε χωρίς προηγούμενη άδεια των πολεοδομικών αρχών. 2. για κτ. που δεν υπόκειται σε κανόνες, που δεν καθορίζεται από αυτούς. || (ως ουσ., γλωσσ.): Tο αυθαίρετο του γλωσσικού σημείου, η μη αναγκαία σχέση που συνδέει το σημαίνον με το σημαινόμενο.
αυθαίρετα ΕΠIΡΡ: Ενεργώ / αποφασίζω ~. [λόγ. < αρχ. αὐθαίρετος `που ενεργεί με ελεύθερη επιλογή΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθαίρετος, -η, -ο [afθéretos] (L)
- ① bearing no relation to nature, reality, or reason, arbitrary:
- αυθαίρετη διάκριση, εξήγηση, υπόθεση |
- αυθαίρετο συμπέρασμα |
- η αυθαίρετη φύση του γλωσσικού σημείου the arbitrary nature of the linguistic sign |
- έδωσαν αυθαίρετα ονόματα στα πουλιά |
- διατρέχουμε τον κίνδυνο να έχουν τα τυπωμένα σύμβολα, για μερικά παιδιά, μόνο ψεύτικη και αυθαίρετη σημασία (Geros) |
- προβάλλει τους ορισμούς αυτούς ως αυθαίρετα κατασκευάσματα (Lambridi) |
- είναι οι αρχές της λογικής πραγματικά αυθαίρετες; (Vasileiou)
- ② cavalier, capricious, arbitrary, whimsical (syn ετσιθελικός, near-syn ιδιότροπος):
- αυθαίρετη λύση |
- αυθαίρετο ύφος |
- η ελευθερία .. δεν σημαίνει ποτέ αυθαίρετη και άγονη άρνηση της φύσης (Despotop) |
- φανερώνει αυθαίρετη αντιμετώπιση των ζητημάτων, δηλαδή μια θεώρηση σαφώς αντιεπιστημονική (Dizikirikis)
- ③ highhanded, imperious, arbitrary (near-syn αυταρχικός, δεσποτικός, τυραννικός):
- αυθαίρετη δίωξη, κυβέρνηση, σύλληψη, τακτική |
- διοικεί με αυθαίρετο τρόπο |
- αυθαίρετη αναστολή της προαγωγής των υπαλλήλων |
- αυθαίρετη λήξη της θητείας του διοικητικού συμβουλίου |
- τα πολιτεύματα διαιρούνται σε αυθαίρετα και νομοτελή (Papanoutsos)
- ④ math not assigned a specific value, undetermined, arbitrary, random:
- αυθαίρετη σταθερά arbitrary constant
[fr kath αυθαίρετος ← K (also pap), AG 'self-elected']
- ① bearing no relation to nature, reality, or reason, arbitrary: