Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθαίρετα [afθéreta] adv (L)
- arbitrarily, capriciously, highhandedly, self-willedly (syn αυθαιρέτως L, ετσιθελικά):
- αποφασίζει, ενεργεί, επεμβαίνει, κυβερνά ~ |
- κανένα ψάρι δεν βαφτίζεται από τους ψαράδες ~ (Potamianos) |
- τροποποιούν ~ τα ξένα κείμενα (Dimaras) |
- ζήτησαν να επιβάλουν στον τόπο μας ~ μια γλώσσα φτιαχτή (Sifalakis) |
- ~ ήρθε να κολλήσει απάνω μας, για να μας βασανίσει (Louros)
[der of αυθαίρετος; cf αυθαιρέτως]
- arbitrarily, capriciously, highhandedly, self-willedly (syn αυθαιρέτως L, ετσιθελικά):