Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθάδικος -η -ο [afθáδikos] Ε5 : που δείχνει έλλειψη σεβασμού, αναίδεια, περιφρόνηση· αυθάδης: Aυθάδικο παιδί. Aυθάδικη συμπεριφορά. Aυθάδικο ύφος.
αυθάδικα ΕΠIΡΡ: Δε μιλάνε έτσι ~ στους μεγαλυτέρους. [αυθάδ(ης) -ικος (πρβ. αρχ. αὐθαδικός `πεισματικός΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθάδικος, -η, -ο [afθá∂ikos]
- insolent, impudent, disrespectful, cheeky (syn in αυθάδης2):
- αυθάδικο βάδισμα, βλέμμα, φέρσιμο |
- αυθάδικα λόγια |
- τον αποζημιώνει για όλες τις αυθάδικες ανοησίες, που του έγραψαν εδώ (Palam) |
- όσο θυμό κι αν της προξενούσε το ξαφνικό κι αυθάδικο φιλί, η Φ. ξεκαρδιζόταν (Xenop) |
- θυμούμαι την αυθάδικη .. απάντηση του νεαρού συγγραφέα (Dimaras) [ModG formation of αυθάδης2 w. suff -ικος; cf AG (Aristoph) αéθαδικός 'self-willed'; cf Theophyl. Simoc. (7th c. AD)
[αυθαδικώς] 'violently', αυθαδικότερον]
- insolent, impudent, disrespectful, cheeky (syn in αυθάδης2):