Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυθάδεια η [afθáδia] Ο27 : τρόπος ομιλίας και γενικότερα συμπεριφοράς που δείχνει έλλειψη ντροπής ή σεβασμού, περιφρόνηση προς κπ. ανώτερο ή προς κάποιες ηθικές αρχές· αναίδεια: Φοβερή / αχαρακτήριστη / ασυγχώρητη ~. Tον εξαγρίωνε η ~ των νεοτέρων του. Mιλώ με ~, αυθαδιάζω. Έχουν την ~ να περηφανεύονται για τις ατιμίες τους.
[λόγ. < αρχ. αὐθάδεια `ξεροκεφαλιά, αλαζονεία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αυθάδεια η.
-
- Θράσος:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 1442).
[αρχ. ουσ. αυθάδεια. H λ. και σήμ.]
- Θράσος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυθάδεια [afθá∂ia] η, (L)
- quality or instance of insolence, impudence, effrontery, disrespect, cheek (syn αναίδεια 1, αναισχυντία 2, θράσος, προπέτεια):
- δείχνει, έχει ~ |
- κάνει αυθάδειες |
- αποκρίνεται, κοιτάζει, μιλάει με ~ |
- για την ~ αυτή αποβλήθηκε δεκαπέντε μέρες (Xenop) |
- στους νέους πολλά συγχωρούμε, ακόμη και την ~ (Chatzinis) |
- δεν έπρεπε να παρακινούνται οι φαντάροι σε αυθάδειες και απειθαρχίες (Tsirkas) |
- ήταν έτοιμη να δεχτεί ένα χαστούκι για την αυθάδειά της (Vasilikos)
[fr kath αυθάδεια ← postmed, PatrG ← K (also pap), AG, der of αυθάδης2]
- quality or instance of insolence, impudence, effrontery, disrespect, cheek (syn αναίδεια 1, αναισχυντία 2, θράσος, προπέτεια):