Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυγουστιά [avγustjá] η, (& region. αγουστιά) (Pelop, Sterea)
- period around or during August:
- αν ήταν άνοιξη, θα φεύγαμε πριν από το σούρουπο· μα τώρα την Aυγουστιά αλλάζουνε τα πράματα (Segditsas)
[der of Aύγουστος w. suff -ιά; cf πασχαλιά, πρωτομαγιά, χρονιά etc]
- period around or during August:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυγουστιανός -ή -ό [avγustxanós] Ε1 : (λογοτ.) αυγουστιάτικος.
[λόγ.(;) Aύγουστ(ος) 1 -ιανός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυγουστιανός, -ή, -ό [avγustjanós]
- of or pertaining to August (syn αυγουστιάτικος 1):
- αυγουστιανό φεγγάρι |
- το αυγουστιανό κίνημα (4 Aυγούστου) του 1936 |
- ίσως σε άλλη ώρα να έμοιαζε με σεληνόφωτο αυγουστιανό (KPolitis) |
- ανυπόδητοι και γυμνοί στην πυροστιά της άμμου, ριχνόμαστε στις αυγουστιανές φλόγες (Palaiologos)
[der of Aύγουστος w. suff -ιανός]
- of or pertaining to August (syn αυγουστιάτικος 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυγουστιάτικα [avγustjátika] adv
- in or during August:
- μπορεί να σου κακοφαίνεται να υπνώσεις ~ από τις εννιά (Segditsas)
[der of αυγουστιάτικος]
- in or during August:
[Λεξικό Κριαρά]
- αυγουστιάτικος, επίθ.
-
- (Προκ. για αμπέλι) που τα σταφύλια του ωριμάζουν το μήνα Aύγουστο:
- (Metrol. 6616).
[<ουσ. Aύγουστος + κατάλ. ‑ιάτικος. H λ. (LBG) και σήμ.]
- (Προκ. για αμπέλι) που τα σταφύλια του ωριμάζουν το μήνα Aύγουστο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυγουστιάτικος -η -ο [avγustxátikos] Ε5 : που γίνεται, υπάρχει κτλ. κατά το μήνα Aύγουστο· αυγουστιανός: Aυγουστιάτικες νύχτες. Aυγουστιάτικο φεγγάρι. Aυγουστιάτικα φρούτα. || (ως ουσ.) το αυγουστιάτικο, ποικιλία σταφυλιού.
[Aύγουστ(ος) -ιάτικος (διαφ. το μσν. αυγουστιάτικος `που ανήκει στην Aυγούστα, τη βασίλισσα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυγουστιάτικος, -η (& -ια), -ο [avγustjátikos]
- ① of or pertaining to August (syn αυγουστιανός):
- ~ ήλιος, ουρανός |
- αυγουστιάτικη αστροφεγγιά, βραδιά, βροχή, καταχνιά |
- αυγουστιάτικη μέρα |
- αυγουστιάτικη νύχτα |
- αυγουστιάτικο απόγευμα, λιοπύρι, πρωί, συννεφόκαμα, φεγγάρι |
- η θάλασσα .. έκανε μεγάλα κύματα με τ' αυγουστιάτικα μελτέμια (Drosinis) |
- η αυγουστιάτικια δροσιά γλιστρούσε πάνω μου .. σα χάδι (KKontos) |
- να ξαπλώσει κάτου από τα φωτερά αυγουστιάτικα αστέρια (SPanagiotop)
- ② producing fruit in August:
- αυγουστιάτικη απιδιά, συκιά |
- αυγουστιάτικο αμπέλι
- ⓐ ripening in August:
- αυγουστιάτικο σταφύλι, σύκο
[fr MG αυγουστιάτικος, der of Aύγουστος w. suff -ιάτικος]
- ① of or pertaining to August (syn αυγουστιανός):