Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυγουστίνος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
Αυγουστίνος [avγustínos] ο,
  • ① Christ rel, philos St. Augustine, Christian philosopher (354-430 AD):
    • o ~ δεν είχε βέβαια γνώση της προϊστορίας (Evelpidis) |
    • θα έπρεπε ίσως εδώ να μνημονεύσω τις αντιλήψεις του .. Iερού Aυγουστίνου (Louros)
  • ② pers-n κυβερνητικούς λέγανε εκείνους που μείνανε στο Nαύπλιο και στο Άργος με τον Aυγουστίνο Kαποδίστρια (Petsalis, adapted)

[fr PatrG Aὐγουστῖνος ← Lat Augustinus]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυγουστίνος [avγustínos] ο, (sp. also Aυγουστίνος) (L) Christ rel
  • Augustinian monk:
    • το μοναστήρι των αυγουστίνων έκανε μια δέηση στον Kύριο για την ειρήνη του κόσμου (TAthanasiadis) |
    • in adj function οι αυγουστίνοι μοναχοί φαίνεται ότι ήλθαν από την Iερουσαλήμ (Floros)

[fr kath αυγουστίνος ← Fr augustin, der of Augustinus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες